διασμιλεύω: Difference between revisions
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diasmileyo | |Transliteration C=diasmileyo | ||
|Beta Code=diasmileu/w | |Beta Code=diasmileu/w | ||
|Definition=[[polish off with the chisel]]: metaph., δ. βίβλους | |Definition=[[polish off with the chisel]]: metaph., δ. βίβλους ''AP''15.38 (Cometas); <b class="b3">διεσμιλευμέναι φροντίδες</b> [[refined]], [[subtle]] theories, Alex. 221.8. Adv. [[διεσμιλευμένως]] Poll.6.150, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(διασμῑλεύω)<br />[[limar]], [[pulir]] fig. στίξας διεσμίλευσα ταύτας (τὰς Ὁμηρείους βίβλους) ἐντέχνως puntué y pulí estos (poemas homéricos) según las reglas</i>, <i>AP</i> 15.38 (Cometas), en v. pas. λόγοι λεπτοὶ διεσμιλευμέναι τε φροντίδες palabras sutiles y pensamientos tallados a cincel</i> Alex.223.8, cf. Poll.6.149, Hsch.δ 1663<br /><b class="num">•</b>ref. pers., en v. pas. [[ser refinado]] Dioscorus 10.4, 11.4. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] ausschnityen; – ausputzen, poliren; διεσμιλευμέναι φροντίδες καὶ λεπτοὶ λόγοι, Alexis bei Ath. IV, 161 b; – βίβλους Ὁμηρείους, Comet. 6 (XV, 38). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] ausschnityen; – ausputzen, poliren; διεσμιλευμέναι φροντίδες καὶ λεπτοὶ λόγοι, Alexis bei Ath. IV, 161 b; – βίβλους Ὁμηρείους, Comet. 6 (XV, 38). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[limer]], [[polir en limant]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σμιλεύω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διασμῑλεύω:''' досл. подпиливать, шлифовать, перен. исправлять (τὰς βίβλους ἐφθαρμένας Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διασμῑλεύω''': [[λεαίνω]], στιλβώνω διὰ τῆς σμίλης· μεταγ., δ. βίβλους Ἀνθ. Π. 15. 38· διεσμιλευμέναι φροντίδες, λελεπτυσμέναι, ἐντέχνως κατειργασμέναι θεωρίαι, Ἄλεξ. Ταραντ. 1. 8.‒ Ἐπίρρ. [[διεσμιλευμένως]] Πολυδ. Ϛʹ, 150, Ἡσύχ. | |lstext='''διασμῑλεύω''': [[λεαίνω]], στιλβώνω διὰ τῆς σμίλης· μεταγ., δ. βίβλους Ἀνθ. Π. 15. 38· διεσμιλευμέναι φροντίδες, λελεπτυσμέναι, ἐντέχνως κατειργασμέναι θεωρίαι, Ἄλεξ. Ταραντ. 1. 8.‒ Ἐπίρρ. [[διεσμιλευμένως]] Πολυδ. Ϛʹ, 150, Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διασμῑλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[λειαίνω]], [[στιλβώνω]] με τη [[σμίλη]], μεταφ., σε Ανθ. | |lsmtext='''διασμῑλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[λειαίνω]], [[στιλβώνω]] με τη [[σμίλη]], μεταφ., σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[polish]] off with the [[chisel]]: metaph., Anth. | |mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[polish]] off with the [[chisel]]: metaph., Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:48, 25 August 2023
English (LSJ)
polish off with the chisel: metaph., δ. βίβλους AP15.38 (Cometas); διεσμιλευμέναι φροντίδες refined, subtle theories, Alex. 221.8. Adv. διεσμιλευμένως Poll.6.150, Hsch.
Spanish (DGE)
(διασμῑλεύω)
limar, pulir fig. στίξας διεσμίλευσα ταύτας (τὰς Ὁμηρείους βίβλους) ἐντέχνως puntué y pulí estos (poemas homéricos) según las reglas, AP 15.38 (Cometas), en v. pas. λόγοι λεπτοὶ διεσμιλευμέναι τε φροντίδες palabras sutiles y pensamientos tallados a cincel Alex.223.8, cf. Poll.6.149, Hsch.δ 1663
•ref. pers., en v. pas. ser refinado Dioscorus 10.4, 11.4.
German (Pape)
[Seite 602] ausschnityen; – ausputzen, poliren; διεσμιλευμέναι φροντίδες καὶ λεπτοὶ λόγοι, Alexis bei Ath. IV, 161 b; – βίβλους Ὁμηρείους, Comet. 6 (XV, 38).
French (Bailly abrégé)
limer, polir en limant.
Étymologie: διά, σμιλεύω.
Russian (Dvoretsky)
διασμῑλεύω: досл. подпиливать, шлифовать, перен. исправлять (τὰς βίβλους ἐφθαρμένας Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
διασμῑλεύω: λεαίνω, στιλβώνω διὰ τῆς σμίλης· μεταγ., δ. βίβλους Ἀνθ. Π. 15. 38· διεσμιλευμέναι φροντίδες, λελεπτυσμέναι, ἐντέχνως κατειργασμέναι θεωρίαι, Ἄλεξ. Ταραντ. 1. 8.‒ Ἐπίρρ. διεσμιλευμένως Πολυδ. Ϛʹ, 150, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
διασμιλεύω (Α)
1. καθιστώ λείο, στιλβώνω με τη σμίλη
2. φρ. «διεσμιλευμέναι φροντίδες» — θεωρίες έντεχνα επεξεργασμένες.
Greek Monotonic
διασμῑλεύω: μέλ. -σω, λειαίνω, στιλβώνω με τη σμίλη, μεταφ., σε Ανθ.