λογοθέτης: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=logothetis
|Transliteration C=logothetis
|Beta Code=logoqe/ths
|Beta Code=logoqe/ths
|Definition=ου, ὁ, [[auditor]], <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>77.10</span> (ii A.D.), al., <span class="title">Cod.Just.</span>10.30.4, <span class="bibl">Procop.<span class="title">Arc.</span>8</span>, al.
|Definition=λογοθέτου, ὁ, [[auditor]], ''BGU''77.10 (ii A.D.), al., ''Cod.Just.''10.30.4, Procop.''Arc.''8, al.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[λογοθέτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> (ως [[τιμητικός]] [[τίτλος]] λαϊκών προσώπων) «[[άρχων]] [[μέγας]] [[λογοθέτης]]» — πατριαρχικό [[αξίωμα]], [[ανώτατος]] [[αξιωματούχος]] τών πατριαρχείων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[αρχιγραμματέας]] της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου<br /><b>2.</b> ο [[γενικός]] [[λογιστής]] του δημόσιου ταμείου της αυτοκρατορίας<br /><b>3.</b> [[υπουργός]] (α. «[[λογοθέτης]] του δρόμου» — [[υπουργός]] τών Ταχυδρομείων<br />β. «[[μέγας]] [[λογοθέτης]]» — [[υπουργός]] τών Εξωτερικών<br />γ. «[[λογοθέτης]] του Γενικοῦ» — [[υπουργός]] τών Οικονομικών)<br /><b>4.</b> [[αξίωμα]], οφίκιο στη βυζαντινή Αυλή, [[ανώτερος]] [[αυλικός]]<br /><b>5.</b> [[ανώτερος]] [[αξιωματούχος]] στο [[πριγκιπάτο]] του Μορέως<br /><b>6.</b> [[τίτλος]] αξιωματούχου στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ο [[πρώτος]] ή ο [[τρίτος]] στη [[σειρά]] [[βογιάρος]] του διβανίου<br /><b>7.</b> οφίκιο, εκκλησιαστικό [[αξίωμα]] του Οικουμενικού Πατριαρχείου<br /><b>8.</b> [[τιτλούχος]] μητρόπολης<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λογοθέτης]] τών σεκρέτων» — [[ανώτατος]] Βυζαντινός [[αξιωματούχος]] που έπαιζε ρόλο πρωθυπουργού<br />β) «[[μέγας]] [[λογοθέτης]]» — [[τίτλος]] που αντικατέστησε εκείνον του λογοθέτη τών σεκρέτων και στις αρμοδιότητες του οποίου συμπεριλήφθηκαν και οι αρμοδιότητες του λογοθέτη του δρόμου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ακούει ή ελέγχει λογαριασμούς, [[λογιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[θέτης]] (<span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>θε</i>- του <i>τί</i>-<i>θη</i>-<i>μι</i>), [[πρβλ]]. [[αγωνοθέτης]], [[ταξιθέτης]].
|mltxt=ο (AM [[λογοθέτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> (ως [[τιμητικός]] [[τίτλος]] λαϊκών προσώπων) «[[άρχων]] [[μέγας]] [[λογοθέτης]]» — πατριαρχικό [[αξίωμα]], [[ανώτατος]] [[αξιωματούχος]] τών πατριαρχείων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[αρχιγραμματέας]] της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου<br /><b>2.</b> ο [[γενικός]] [[λογιστής]] του δημόσιου ταμείου της αυτοκρατορίας<br /><b>3.</b> [[υπουργός]] (α. «[[λογοθέτης]] του δρόμου» — [[υπουργός]] τών Ταχυδρομείων<br />β. «[[μέγας]] [[λογοθέτης]]» — [[υπουργός]] τών Εξωτερικών<br />γ. «[[λογοθέτης]] του Γενικοῦ» — [[υπουργός]] τών Οικονομικών)<br /><b>4.</b> [[αξίωμα]], οφίκιο στη βυζαντινή Αυλή, [[ανώτερος]] [[αυλικός]]<br /><b>5.</b> [[ανώτερος]] [[αξιωματούχος]] στο [[πριγκιπάτο]] του Μορέως<br /><b>6.</b> [[τίτλος]] αξιωματούχου στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ο [[πρώτος]] ή ο [[τρίτος]] στη [[σειρά]] [[βογιάρος]] του διβανίου<br /><b>7.</b> οφίκιο, εκκλησιαστικό [[αξίωμα]] του Οικουμενικού Πατριαρχείου<br /><b>8.</b> [[τιτλούχος]] μητρόπολης<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λογοθέτης]] τών σεκρέτων» — [[ανώτατος]] Βυζαντινός [[αξιωματούχος]] που έπαιζε ρόλο πρωθυπουργού<br />β) «[[μέγας]] [[λογοθέτης]]» — [[τίτλος]] που αντικατέστησε εκείνον του λογοθέτη τών σεκρέτων και στις αρμοδιότητες του οποίου συμπεριλήφθηκαν και οι αρμοδιότητες του λογοθέτη του δρόμου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ακούει ή ελέγχει λογαριασμούς, [[λογιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[θέτης]] (<span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>θε</i>- του <i>τί</i>-<i>θη</i>-<i>μι</i>), [[πρβλ]]. [[αγωνοθέτης]], [[ταξιθέτης]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der die [[Rechnung]] Abfordernde und [[Prüfende]]</i>, Sp., vgl. Phryn. 210; am byzantinischen Hofe <i>der [[Kanzler]]</i>.
}}
}}

Latest revision as of 11:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογοθέτης Medium diacritics: λογοθέτης Low diacritics: λογοθέτης Capitals: ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
Transliteration A: logothétēs Transliteration B: logothetēs Transliteration C: logothetis Beta Code: logoqe/ths

English (LSJ)

λογοθέτου, ὁ, auditor, BGU77.10 (ii A.D.), al., Cod.Just.10.30.4, Procop.Arc.8, al.

Greek (Liddell-Scott)

λογοθέτης: -ου, ὁ, ὁ ἀκούων ἢ ἐξετάζων λογαριασμόν· - ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ Βυζαντίου, ὁ ἀρχιγραμματεὺς τῆς αὐτοκρατορίας. - Περὶ ἀμφοτέρων τούτων τῶν σημασιῶν ὅρα Δουκάγγ.

Greek Monolingual

ο (AM λογοθέτης)
νεοελλ.
φρ. (ως τιμητικός τίτλος λαϊκών προσώπων) «άρχων μέγας λογοθέτης» — πατριαρχικό αξίωμα, ανώτατος αξιωματούχος τών πατριαρχείων
μσν.
1. ο αρχιγραμματέας της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου
2. ο γενικός λογιστής του δημόσιου ταμείου της αυτοκρατορίας
3. υπουργός (α. «λογοθέτης του δρόμου» — υπουργός τών Ταχυδρομείων
β. «μέγας λογοθέτης» — υπουργός τών Εξωτερικών
γ. «λογοθέτης του Γενικοῦ» — υπουργός τών Οικονομικών)
4. αξίωμα, οφίκιο στη βυζαντινή Αυλή, ανώτερος αυλικός
5. ανώτερος αξιωματούχος στο πριγκιπάτο του Μορέως
6. τίτλος αξιωματούχου στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ο πρώτος ή ο τρίτος στη σειρά βογιάρος του διβανίου
7. οφίκιο, εκκλησιαστικό αξίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου
8. τιτλούχος μητρόπολης
9. φρ. α) «λογοθέτης τών σεκρέτων» — ανώτατος Βυζαντινός αξιωματούχος που έπαιζε ρόλο πρωθυπουργού
β) «μέγας λογοθέτης» — τίτλος που αντικατέστησε εκείνον του λογοθέτη τών σεκρέτων και στις αρμοδιότητες του οποίου συμπεριλήφθηκαν και οι αρμοδιότητες του λογοθέτη του δρόμου
μσν.-αρχ.
αυτός που ακούει ή ελέγχει λογαριασμούς, λογιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -θέτης (< συνεσταλμένη βαθμίδα θε- του τί-θη-μι), πρβλ. αγωνοθέτης, ταξιθέτης.

German (Pape)

ὁ, der die Rechnung Abfordernde und Prüfende, Sp., vgl. Phryn. 210; am byzantinischen Hofe der Kanzler.