ἀλλόφρων: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=allofron
|Transliteration C=allofron
|Beta Code=a)llo/frwn
|Beta Code=a)llo/frwn
|Definition=ονος, ὁ, ἡ, [[thinking differently]], <span class="bibl">Man.4.563</span>.
|Definition=-ονος, ὁ, ἡ, [[thinking differently]], Man.4.563.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ονος [[veleidoso]] Man.4.563.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0107.png Seite 107]] ον, anders denkend, Maneth. 4, 563.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0107.png Seite 107]] ον, anders denkend, Maneth. 4, 563.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ονος [[veleidoso]] Man.4.563.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(-ονος), -ον (Α [[ἀλλόφρων]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] υπερβολικά [[ταραγμένος]], [[εκτός]] [[εαυτού]], [[έξαλλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει διαφορετική [[γνώμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθετη λ. της οποίας το ά συνθετικό συνδέεται με τη λ. [[ἄλλος]] (αιολ., αμφισβητούμενο τ. της λ. [[ἠλεός]] «[[ταραγμένος]], [[παράφρων]]», [[πρβλ]]. και <i>ἀλλο</i>-<i>φάσσω</i>), [[χωρίς]] να αποκλείεται η [[σύνδεση]] του με τη λ. [[ἄλλος]]. Το β΄ συνθετικό -<i>φρων</i> <span style="color: red;"><</span> [[φρήν]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλλοφρονώ]], [[αλλοφροσύνη]].
|mltxt=(-ονος), -ον (Α [[ἀλλόφρων]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] υπερβολικά [[ταραγμένος]], [[εκτός]] [[εαυτού]], [[έξαλλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει διαφορετική [[γνώμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθετη λ. της οποίας το ά συνθετικό συνδέεται με τη λ. [[ἄλλος]] (αιολ., αμφισβητούμενο τ. της λ. [[ἠλεός]] «[[ταραγμένος]], [[παράφρων]]», [[πρβλ]]. και <i>ἀλλο</i>-<i>φάσσω</i>), [[χωρίς]] να αποκλείεται η [[σύνδεση]] του με τη λ. [[ἄλλος]]. Το β΄ συνθετικό -<i>φρων</i> <span style="color: red;"><</span> [[φρήν]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλλοφρονώ]], [[αλλοφροσύνη]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού [[ἔχει]] ἄλλη [[γνώμη]]). Σύνθετη ἀπό τίς [[ἄλλος]] + [[φρήν]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀλλοφροσύνη]], ἀλλοφρονῶ.
}}
}}

Latest revision as of 12:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλόφρων Medium diacritics: ἀλλόφρων Low diacritics: αλλόφρων Capitals: ΑΛΛΟΦΡΩΝ
Transliteration A: allóphrōn Transliteration B: allophrōn Transliteration C: allofron Beta Code: a)llo/frwn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, thinking differently, Man.4.563.

Spanish (DGE)

-ονος veleidoso Man.4.563.

German (Pape)

[Seite 107] ον, anders denkend, Maneth. 4, 563.

Greek Monolingual

(-ονος), -ον (Α ἀλλόφρων)
νεοελλ.
αυτός που είναι υπερβολικά ταραγμένος, εκτός εαυτού, έξαλλος
αρχ.
αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει διαφορετική γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. της οποίας το ά συνθετικό συνδέεται με τη λ. ἄλλος (αιολ., αμφισβητούμενο τ. της λ. ἠλεός «ταραγμένος, παράφρων», πρβλ. και ἀλλο-φάσσω), χωρίς να αποκλείεται η σύνδεση του με τη λ. ἄλλος. Το β΄ συνθετικό -φρων < φρήν.
ΠΑΡ. αλλοφρονώ, αλλοφροσύνη.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἔχει ἄλλη γνώμη). Σύνθετη ἀπό τίς ἄλλος + φρήν. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀλλοφροσύνη, ἀλλοφρονῶ.