εὐρυάγυια: Difference between revisions
γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evryagyia | |Transliteration C=evryagyia | ||
|Beta Code=eu)rua/guia | |Beta Code=eu)rua/guia | ||
|Definition=[ᾰγ], fem. Adj. used only in nom. and acc., [[with wide streets]], Τροίη | |Definition=[ᾰγ], fem. Adj. used only in nom. and acc., [[with wide streets]], Τροίη Il.2.141, al.; Ἀθήνη Od.7.80; Μυκήνη Il.4.52; <b class="b3">πτόλις εὐ.</b> Od.15.384; <b class="b3">χθὼν εὐρυάγυια</b>, = [[εὐρυόδεια]] ([[quod vide|q.v.]]), ''h.Cer.''16; <b class="b3">εὐ. δίκα</b>, i.e. [[public]], Terp.6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br />aux larges rues ; <i>fig.</i> [[εὐρυάγυια]] [[δίκα]] PLUT jugement en pleine rue, <i>càd</i> jugement public.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[ἀγυιά]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐρυάγυιᾰ:''' ας (ᾰγ) adj. f<br /><b class="num">1</b> [[имеющая широкие улицы]] ([[πόλις]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[с широкими дорогами]] ([[χθών]] HH);<br /><b class="num">3</b> [[общественный]], [[публичный]] ([[δίκα]] Terpandrus ap. Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐρῠάγυιᾰ''': θηλ. ἐπίθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ., ἔχουσα εὐρείας ἀγυιάς, εὐρείας ὁδούς, παρ’ Ὁμήρ. ἐπίθ. μεγάλων [[πόλεων]], ἐν Ἰλ. σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ τῆς Τροίας· περὶ τῶν Ἀθηνῶν, Ὀδ. Η. 80· ἀλλὰ περὶ τῶν Μυκηνῶν ἐν Ἰλ. Δ. 52· [[καθόλου]], εὐρ. [[πόλις]] Ὀδ. Ο. 384· [[ἀλλά]], χθὼν [[εὐρυάγυια]] = [[εὐρυόδεια]] (ὃ ἴδε), Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 16· εὐρ. δίκα, ὅ ἐστι δημοσία, Τέρπανδρ. 3 Bgk. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[εὐρυάγυια]]· [[μεγάλη]] καὶ [[πλατεῖα]] [[ῥύμη]]. πλατὺ [[ἄμφοδον]]· καὶ ἡ [[πλατεῖα]] καὶ [[μεγάλη]] ἐν τῷ πλανᾶσθαι ὁδός». | |lstext='''εὐρῠάγυιᾰ''': θηλ. ἐπίθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ., ἔχουσα εὐρείας ἀγυιάς, εὐρείας ὁδούς, παρ’ Ὁμήρ. ἐπίθ. μεγάλων [[πόλεων]], ἐν Ἰλ. σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ τῆς Τροίας· περὶ τῶν Ἀθηνῶν, Ὀδ. Η. 80· ἀλλὰ περὶ τῶν Μυκηνῶν ἐν Ἰλ. Δ. 52· [[καθόλου]], εὐρ. [[πόλις]] Ὀδ. Ο. 384· [[ἀλλά]], χθὼν [[εὐρυάγυια]] = [[εὐρυόδεια]] (ὃ ἴδε), Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 16· εὐρ. δίκα, ὅ ἐστι δημοσία, Τέρπανδρ. 3 Bgk. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[εὐρυάγυια]]· [[μεγάλη]] καὶ [[πλατεῖα]] [[ῥύμη]]. πλατὺ [[ἄμφοδον]]· καὶ ἡ [[πλατεῖα]] καὶ [[μεγάλη]] ἐν τῷ πλανᾶσθαι ὁδός». | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐρῠάγυιᾰ:''' θηλ. επίθ., χρησιμ. μόνο σε ονομ. και αιτ., αυτή που έχει πλατείς δρόμους, επίθ. των μεγάλων [[πόλεων]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''εὐρῠάγυιᾰ:''' θηλ. επίθ., χρησιμ. μόνο σε ονομ. και αιτ., αυτή που έχει πλατείς δρόμους, επίθ. των μεγάλων [[πόλεων]], σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰγ], fem. Adj. used only in nom. and acc., with wide streets, Τροίη Il.2.141, al.; Ἀθήνη Od.7.80; Μυκήνη Il.4.52; πτόλις εὐ. Od.15.384; χθὼν εὐρυάγυια, = εὐρυόδεια (q.v.), h.Cer.16; εὐ. δίκα, i.e. public, Terp.6.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
aux larges rues ; fig. εὐρυάγυια δίκα PLUT jugement en pleine rue, càd jugement public.
Étymologie: εὐρύς, ἀγυιά.
Russian (Dvoretsky)
εὐρυάγυιᾰ: ας (ᾰγ) adj. f
1 имеющая широкие улицы (πόλις Hom.);
2 с широкими дорогами (χθών HH);
3 общественный, публичный (δίκα Terpandrus ap. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐρῠάγυιᾰ: θηλ. ἐπίθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ., ἔχουσα εὐρείας ἀγυιάς, εὐρείας ὁδούς, παρ’ Ὁμήρ. ἐπίθ. μεγάλων πόλεων, ἐν Ἰλ. σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ τῆς Τροίας· περὶ τῶν Ἀθηνῶν, Ὀδ. Η. 80· ἀλλὰ περὶ τῶν Μυκηνῶν ἐν Ἰλ. Δ. 52· καθόλου, εὐρ. πόλις Ὀδ. Ο. 384· ἀλλά, χθὼν εὐρυάγυια = εὐρυόδεια (ὃ ἴδε), Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 16· εὐρ. δίκα, ὅ ἐστι δημοσία, Τέρπανδρ. 3 Bgk. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐρυάγυια· μεγάλη καὶ πλατεῖα ῥύμη. πλατὺ ἄμφοδον· καὶ ἡ πλατεῖα καὶ μεγάλη ἐν τῷ πλανᾶσθαι ὁδός».
English (Autenrieth)
wide-streeted, epithet of cities.
Greek Monolingual
εὐρυάγυια, ἡ (Α)
αυτή που έχει ευρείες οδούς, η ευρύχωρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + αγυιά «δρόμος, οδός»].
Greek Monotonic
εὐρῠάγυιᾰ: θηλ. επίθ., χρησιμ. μόνο σε ονομ. και αιτ., αυτή που έχει πλατείς δρόμους, επίθ. των μεγάλων πόλεων, σε Όμηρ.
Frisk Etymological English
See also: s. ἄγυια
Middle Liddell
[fem. adj. used only in nom. and acc.]
with wide streets, in epithet of great cities, Hom.
Frisk Etymology German
εὐρυάγυια: {euruáguia}
Grammar: f.
Meaning: mit breiten Straßen, von Städten, z. B. Τροίη, Μυκήνη (Hom.), von χθών (h. Cer. 16); auch von δίκα (Terp. 6).
Etymology: An der letztgenannten Stelle nach Schulze Q. 326 A. 3 zu ἔρυμαι schützen: die die Straßen schützt (vgl. Εὐρύλεως s. ἔρυμαι); geistreich aber nicht notwendig.
Page 1,592