οἰκουργός: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oikourgos
|Transliteration C=oikourgos
|Beta Code=oi)kourgo/s
|Beta Code=oi)kourgo/s
|Definition=όν, (οἶκος, ἔργον) [[working at home]], Ep.Tit.2.5 ([[varia lectio|v.l.]] [[οἰκουρούς]]); οἰκουργὸν καὶ καθέδριον διάγειν βίον <span class="bibl">Sor.1.27</span> (but cf. [[οἰκουροκαθέδριος]]).
|Definition=οἰκουργόν, ([[οἶκος]], [[ἔργον]]) [[working at home]], Ep.Tit.2.5 ([[varia lectio|v.l.]] [[οἰκουρούς]]); οἰκουργὸν καὶ καθέδριον διάγειν βίον Sor.1.27 (but cf. [[οἰκουροκαθέδριος]]).
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />[[qui travaille à la maison]].<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[ἔργον]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκουργός:''' [[домовитый]] (NT - [[varia lectio|v.l.]] к [[οἰκουρός]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκουργός''': ὁ, ([[οἶκος]], [[ἔργον]]) ὁ ἐργαζόμενος ἐν τῷ οἴκῳ, ὁ φροντίζων περὶ τοῦ οἴκου, διάφ. γραφ. ἀντὶ [[οἰκουρός]]. Ἐπιστ. π. Τίτ. β΄, 5.
|lstext='''οἰκουργός''': ὁ, ([[οἶκος]], [[ἔργον]]) ὁ ἐργαζόμενος ἐν τῷ οἴκῳ, ὁ φροντίζων περὶ τοῦ οἴκου, διάφ. γραφ. ἀντὶ [[οἰκουρός]]. Ἐπιστ. π. Τίτ. β΄, 5.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui travaille à la maison.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκουργός]], -όν (Α)<br />αυτός που ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>μηχαν</i>-<i>ουργός</i>, <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=[[οἰκουργός]], -όν (Α)<br />αυτός που ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[μηχανουργός]], [[ξυλουργός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκουργός:''' ὁ ([[οἶκος]], *[[ἔργω]]), [[οικονόμος]], [[επιστάτης]] του σπιτιού, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''οἰκουργός:''' ὁ ([[οἶκος]], *[[ἔργω]]), [[οικονόμος]], [[επιστάτης]] του σπιτιού, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκουργός:''' [[домовитый]] (NT - [[varia lectio|v.l.]] к [[οἰκουρός]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 10:58, 25 August 2023

English (LSJ)

οἰκουργόν, (οἶκος, ἔργον) working at home, Ep.Tit.2.5 (v.l. οἰκουρούς); οἰκουργὸν καὶ καθέδριον διάγειν βίον Sor.1.27 (but cf. οἰκουροκαθέδριος).

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui travaille à la maison.
Étymologie: οἶκος, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

οἰκουργός: домовитый (NT - v.l. к οἰκουρός).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκουργός: ὁ, (οἶκος, ἔργον) ὁ ἐργαζόμενος ἐν τῷ οἴκῳ, ὁ φροντίζων περὶ τοῦ οἴκου, διάφ. γραφ. ἀντὶ οἰκουρός. Ἐπιστ. π. Τίτ. β΄, 5.

English (Thayer)

(οἰκουρός) ὀικουρου, ὁ, ἡ (οἶκος, and οὐρός a keeper; see θυρωρός and κηπουρός);
a. properly, the (watch or) keeper of a house (Sophocles, Euripides, Aristophanes, Pausanias, Plutarch, others).
b. tropically, keeping at home and taking care of household affairs, domestic: R G; cf. Fritzsche, De conformatione N. T. critica etc., p. 29; (Winer's Grammar, 100f (95)); (Aeschylus Ag. 1626; Euripides, Hec. 1277; σώφρονας, οἰκουρούς καί φιλάνδρους, Philo de exsecr. § 4).

Greek Monolingual

οἰκουργός, -όν (Α)
αυτός που ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μηχανουργός, ξυλουργός].

Greek Monotonic

οἰκουργός: ὁ (οἶκος, *ἔργω), οικονόμος, επιστάτης του σπιτιού, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

οἰκ-ουργός, οῦ, ὁ, οἶκος, *ἔργω
a house-steward, NTest.

Chinese

原文音譯:o„kourÒj 哀克-烏羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:家-看見(者)
字義溯源:料理家務的,管家的,家事的,理家;由(οἶκος)*=住處)與(Οὐρίας)X*=看管)組成
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編
1) 理家(1) 多2:5