οἰνοχαρής: Difference between revisions
ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oinocharis | |Transliteration C=oinocharis | ||
|Beta Code=oi)noxarh/s | |Beta Code=oi)noxarh/s | ||
|Definition= | |Definition=οἰνοχαρές, [[merry with wine]], IG14.2125; as a nickname, ib.3.1379. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />[[qui aime le vin]].<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[χαίρω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>sich am [[Weine]] [[freuend]], Ep.adesp</i>. 703 (<i>APP</i> 225). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰνοχᾰρής:''' [[радующийся вину]] Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰνοχᾰρής''': -ές, ὁ χαίρων, ὁ ἀγαπῶν νὰ πίνῃ [[οἶνον]], Ἀνθ. Π. παράρτ. 225. | |lstext='''οἰνοχᾰρής''': -ές, ὁ χαίρων, ὁ ἀγαπῶν νὰ πίνῃ [[οἶνον]], Ἀνθ. Π. παράρτ. 225. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[οἰνοχαρής]], -ές)<br />αυτός που χαίρεται, που αισθάνεται [[ηδονή]] να πίνει [[κρασί]], [[μανιακός]] [[οινοπότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίρομαι]]), | |mltxt=-ές (Α [[οἰνοχαρής]], -ές)<br />αυτός που χαίρεται, που αισθάνεται [[ηδονή]] να πίνει [[κρασί]], [[μανιακός]] [[οινοπότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίρομαι]]), [[πρβλ]]. [[αιμοχαρής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰνοχᾰρής:''' -ές ([[χαίρω]]), αυτός που βρίσκει [[χαρά]] στην [[οινοποσία]], σε Ανθ. | |lsmtext='''οἰνοχᾰρής:''' -ές ([[χαίρω]]), αυτός που βρίσκει [[χαρά]] στην [[οινοποσία]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=οἰνο-χᾰρής, ές [[χαίρω]]<br />[[rejoicing]] in [[wine]], Anth. | |mdlsjtxt=οἰνο-χᾰρής, ές [[χαίρω]]<br />[[rejoicing]] in [[wine]], Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:31, 25 August 2023
English (LSJ)
οἰνοχαρές, merry with wine, IG14.2125; as a nickname, ib.3.1379.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui aime le vin.
Étymologie: οἶνος, χαίρω.
German (Pape)
ές, sich am Weine freuend, Ep.adesp. 703 (APP 225).
Russian (Dvoretsky)
οἰνοχᾰρής: радующийся вину Anth.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοχᾰρής: -ές, ὁ χαίρων, ὁ ἀγαπῶν νὰ πίνῃ οἶνον, Ἀνθ. Π. παράρτ. 225.
Greek Monolingual
-ές (Α οἰνοχαρής, -ές)
αυτός που χαίρεται, που αισθάνεται ηδονή να πίνει κρασί, μανιακός οινοπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -χαρής (< χαίρομαι), πρβλ. αιμοχαρής].
Greek Monotonic
οἰνοχᾰρής: -ές (χαίρω), αυτός που βρίσκει χαρά στην οινοποσία, σε Ανθ.