τημελής: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=timelis | |Transliteration C=timelis | ||
|Beta Code=thmelh/s | |Beta Code=thmelh/s | ||
|Definition= | |Definition=τημελές, [[careful]], [[heedful]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] Phot., Suid. Adv. [[τημελῶς]] Max.Tyr.25.4; ''poet.'' -έως Aglaras 28. (Origin uncertain: cf. [[ἀτημελής]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />[[επιμελής]], [[προσεχτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. <i>τημελῶ</i>]. | |mltxt=-ές, ΜΑ<br />[[επιμελής]], [[προσεχτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. <i>τημελῶ</i>]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ἐπιμελής]], [[προσεχτικός]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως νά εἶναι συγγενικό μέ τό [[μέλω]] ἤ μέ τό τηρῶ (=[[φροντίζω]]) ἤ ἀκόμη μέ τό [[ταμίας]] ἤ μέ τό προθεματ. τη + [[μέλω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τημέλεια]] (=[[φροντίδα]]), τημελῶ (=[[φροντίζω]]), [[ἀτημελής]], ἀτημελῶ. [[ἀτημέλητος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
τημελές, careful, heedful, Hsch. Phot., Suid. Adv. τημελῶς Max.Tyr.25.4; poet. -έως Aglaras 28. (Origin uncertain: cf. ἀτημελής.)
German (Pape)
[Seite 1108] ές, sorgfältig, wartend, pflegend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τημελής: -ές, ἐπιμελής, προσεκτικός, Νικήτ. Χρον. 164D. - Ἐπίρρ. τημελῶς, ὁ γεωργὸς τημελῶς πρόσεισιν Μάξ. Τύρ. 25. 4. (Ἡ ἐτυμολογία ἀβέβαιος, πρβλ. ἀτημελής).
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
επιμελής, προσεχτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τημελῶ].
Mantoulidis Etymological
(=ἐπιμελής, προσεχτικός). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά εἶναι συγγενικό μέ τό μέλω ἤ μέ τό τηρῶ (=φροντίζω) ἤ ἀκόμη μέ τό ταμίας ἤ μέ τό προθεματ. τη + μέλω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τημέλεια (=φροντίδα), τημελῶ (=φροντίζω), ἀτημελής, ἀτημελῶ. ἀτημέλητος.