ὀβρίκαλα: Difference between revisions

From LSJ

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1")
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ovrikala
|Transliteration C=ovrikala
|Beta Code=o)bri/kala
|Beta Code=o)bri/kala
|Definition=[ῐ], τά, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">the young</b> of animals, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>143</span> (lyr.) :—a form ὄβρια, τά, is cited from A. (<span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>48</span>) and E. (<span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>616</span>) by <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>7.47</span>. (Perh. cf. [[ὄμβρος]] (leg. <b class="b3">ὄμβριον</b> ?): <b class="b3">χοιρίδιον</b>, Hsch. and Arc. slave's name <b class="b3">Ὀμβρίας</b> coupled with <b class="b3">Χοιροθύων</b> in <span class="title">IG</span>5(2).429.)</span>
|Definition=[ῐ], τά, [[the young]] of animals, A.''Ag.''143 (lyr.):—a form ὄβρια, τά, is cited from A. (''Fr.''48) and E. (''Fr.''616) by Ael.''NA''7.47. (Perh. cf. [[ὄμβρος]] (leg. [[ὄμβριον]] ?): [[χοιρίδιον]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] and Arc. slave's name [[Ὀμβρίας]] coupled with [[Χοιροθύων]] in ''IG''5(2).429.)
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0289.png Seite 289]] τά, = Vorigem, φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισιν, Aesch. Ag. 141. – Bei Poll. 5, 15 auch ὀβρίκια.
}}
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br /><i>c.</i> [[ὄβρια]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀβρίκᾰλα:''' (ῐ) τά детеныши диких зверей, зверята Aesch.
}}
{{ls
|lstext='''ὀβρίκᾰλα''': [ῐ], τά, τὰ νεογνὰ ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 143· [[ἕτερος]] [[τύπος]] ὄβρια, τά, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 43) καὶ τοῦ Εὐρ. (Ἀποσπ. 619) ὑπὸ τοῦ Αἰλ. π. Ζ. 7. 47.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀβρίκαλα]] και ποιητ. τ. [[ὄβρια]], τὰ (Α)<br />νεογνά ζώων, [[ιδίως]] άγριων («λεόντων πάντων τ' ἀγρονόμων φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισι», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[οβρίκαλα]] μαρτυρείται στον Αισχύλο στη δοτ. του πληθ. <i>ὀβρικάλοισι</i> (και <i>ὀβρίχοισι</i>). Αν θεωρηθεί [[αρχικός]] τ. το [[ὄβρια]], [[τότε]] ο</i> τ. <i>ὀβρίχοισι</i> θα έχει σχηματιστεί από τον τ. [[ὄβρια]], με υποκορ. [[επίθημα]] -<i>ιχος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ορτάλιχος]], [[κόψιχος]]), ενώ το [[επίθημα]] του τ. [[ὀβρίκαλα]] (ή <i>ὀβρίκαλοι</i>) θα [[πρέπει]] να έχει προέλθει από συμφυρμό επιθημάτων σε -<i>κ</i>- και σε -<i>λ</i>-. Πολλοί θεωρούν ότι η λ. [[είναι]] σικελική. Κατ' άλλους, η λ. [[ὄβρια]] [[πρέπει]] να ενταχθεί σε μία [[σειρά]] τ. που δηλώνουν ονόματα μικρών ζώων, όπως <i>δρόσοι</i>, <i>ἕρσαι</i>, <i>ψάκαλα</i>. Κατά την [[ίδια]] [[άποψη]], οι εκφραστικοί τ. [[ὄβρια]] / <i>ὄβρίκαλα</i> παράγονται από τη λ. [[ὄμβρος]] «[[βροχή]]» (<b>πρβλ.</b> [[δρόσος]] «[[νερό]], [[σταγόνα]] βροχής» και «[[νεογνό]] ζώου»), με σίγηση του έρρινου -<i>μ</i>- [[πριν]] από το χειλικό -<i>π</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>Ολυπιόδωρος [[νύφη]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀβρίκᾰλα:''' [ῐ], τά, = το προηγ., σε Αισχύλ.
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀβρίκᾰλα Medium diacritics: ὀβρίκαλα Low diacritics: οβρίκαλα Capitals: ΟΒΡΙΚΑΛΑ
Transliteration A: obríkala Transliteration B: obrikala Transliteration C: ovrikala Beta Code: o)bri/kala

English (LSJ)

[ῐ], τά, the young of animals, A.Ag.143 (lyr.):—a form ὄβρια, τά, is cited from A. (Fr.48) and E. (Fr.616) by Ael.NA7.47. (Perh. cf. ὄμβρος (leg. ὄμβριον ?): χοιρίδιον, Hsch. and Arc. slave's name Ὀμβρίας coupled with Χοιροθύων in IG5(2).429.)

German (Pape)

[Seite 289] τά, = Vorigem, φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισιν, Aesch. Ag. 141. – Bei Poll. 5, 15 auch ὀβρίκια.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
c. ὄβρια.

Russian (Dvoretsky)

ὀβρίκᾰλα: (ῐ) τά детеныши диких зверей, зверята Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

ὀβρίκᾰλα: [ῐ], τά, τὰ νεογνὰ ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 143· ἕτερος τύπος ὄβρια, τά, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 43) καὶ τοῦ Εὐρ. (Ἀποσπ. 619) ὑπὸ τοῦ Αἰλ. π. Ζ. 7. 47.

Greek Monolingual

ὀβρίκαλα και ποιητ. τ. ὄβρια, τὰ (Α)
νεογνά ζώων, ιδίως άγριων («λεόντων πάντων τ' ἀγρονόμων φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. οβρίκαλα μαρτυρείται στον Αισχύλο στη δοτ. του πληθ. ὀβρικάλοισι (και ὀβρίχοισι). Αν θεωρηθεί αρχικός τ. το ὄβρια, τότε ο τ. ὀβρίχοισι θα έχει σχηματιστεί από τον τ. ὄβρια, με υποκορ. επίθημα -ιχος (πρβλ. ορτάλιχος, κόψιχος), ενώ το επίθημα του τ. ὀβρίκαλαὀβρίκαλοι) θα πρέπει να έχει προέλθει από συμφυρμό επιθημάτων σε -κ- και σε -λ-. Πολλοί θεωρούν ότι η λ. είναι σικελική. Κατ' άλλους, η λ. ὄβρια πρέπει να ενταχθεί σε μία σειρά τ. που δηλώνουν ονόματα μικρών ζώων, όπως δρόσοι, ἕρσαι, ψάκαλα. Κατά την ίδια άποψη, οι εκφραστικοί τ. ὄβρια / ὄβρίκαλα παράγονται από τη λ. ὄμβρος «βροχή» (πρβλ. δρόσος «νερό, σταγόνα βροχής» και «νεογνό ζώου»), με σίγηση του έρρινου -μ- πριν από το χειλικό -π- (πρβλ. Ολυπιόδωρος νύφη)].

Greek Monotonic

ὀβρίκᾰλα: [ῐ], τά, = το προηγ., σε Αισχύλ.