ὑποκλυσμός: Difference between revisions
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1220.png Seite 1220]] ὁ, das Ausspülen, Reinigen des Leibes durch Klystiere, Plut. u. Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1220.png Seite 1220]] ὁ, das Ausspülen, Reinigen des Leibes durch Klystiere, Plut. u. Medic. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[lavement]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑποκλύζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποκλυσμός:''' ὁ [[промывание]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποκλυσμός''': ὁ, τὸ ὑποκλύζειν, Πλούτ. 2, 974C˙Ϗ - ὑπόκλῠσις, εως, ἠ, Γλωσσ. | |lstext='''ὑποκλυσμός''': ὁ, τὸ ὑποκλύζειν, Πλούτ. 2, 974C˙Ϗ - ὑπόκλῠσις, εως, ἠ, Γλωσσ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[ὑποκλυσμός]], ΝΜΑ [[ὑποκλύζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[υποκλύζω]], η [[πλύση]] με [[κλύσμα]] (α. «ο [[γιατρός]] υπέδειξε έναν υποκλυσμό [[κάθε]] [[βράδι]]» β. «τῆς ἴβεως τὸν ὑποκλυσμὸν [[ἅλμη]] καθαιρομένης», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[έγχυση]] υγρού στο παχύ [[έντερο]], μέσω του πρωκτού, για [[απομάκρυνση]] του εντερικού περιεχομένου, για διαγνωστικούς σκοπούς, για [[χορήγηση]] φαρμάκων ή, [[τέλος]], για τεχνητή [[διατροφή]] (α. «[[καθαρτικός]] [[υποκλυσμός]]» β. «[[διαγνωστικός]] [[υποκλυσμός]]» γ. «[[φαρμακευτικός]] [[υποκλυσμός]]» δ. «[[θρεπτικός]] [[υποκλυσμός]]»). | |mltxt=ο / [[ὑποκλυσμός]], ΝΜΑ [[ὑποκλύζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[υποκλύζω]], η [[πλύση]] με [[κλύσμα]] (α. «ο [[γιατρός]] υπέδειξε έναν υποκλυσμό [[κάθε]] [[βράδι]]» β. «τῆς ἴβεως τὸν ὑποκλυσμὸν [[ἅλμη]] καθαιρομένης», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[έγχυση]] υγρού στο παχύ [[έντερο]], μέσω του πρωκτού, για [[απομάκρυνση]] του εντερικού περιεχομένου, για διαγνωστικούς σκοπούς, για [[χορήγηση]] φαρμάκων ή, [[τέλος]], για τεχνητή [[διατροφή]] (α. «[[καθαρτικός]] [[υποκλυσμός]]» β. «[[διαγνωστικός]] [[υποκλυσμός]]» γ. «[[φαρμακευτικός]] [[υποκλυσμός]]» δ. «[[θρεπτικός]] [[υποκλυσμός]]»). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:30, 8 January 2023
English (LSJ)
ὁ, purging from below, as by a clyster, Plu.2.974c.
German (Pape)
[Seite 1220] ὁ, das Ausspülen, Reinigen des Leibes durch Klystiere, Plut. u. Medic.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
lavement.
Étymologie: ὑποκλύζω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκλυσμός: ὁ промывание Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκλυσμός: ὁ, τὸ ὑποκλύζειν, Πλούτ. 2, 974C˙Ϗ - ὑπόκλῠσις, εως, ἠ, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο / ὑποκλυσμός, ΝΜΑ ὑποκλύζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποκλύζω, η πλύση με κλύσμα (α. «ο γιατρός υπέδειξε έναν υποκλυσμό κάθε βράδι» β. «τῆς ἴβεως τὸν ὑποκλυσμὸν ἅλμη καθαιρομένης», Πλούτ.)
νεοελλ.
ιατρ. έγχυση υγρού στο παχύ έντερο, μέσω του πρωκτού, για απομάκρυνση του εντερικού περιεχομένου, για διαγνωστικούς σκοπούς, για χορήγηση φαρμάκων ή, τέλος, για τεχνητή διατροφή (α. «καθαρτικός υποκλυσμός» β. «διαγνωστικός υποκλυσμός» γ. «φαρμακευτικός υποκλυσμός» δ. «θρεπτικός υποκλυσμός»).