διορθωτικός: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diorthotikos
|Transliteration C=diorthotikos
|Beta Code=diorqwtiko/s
|Beta Code=diorqwtiko/s
|Definition=ή, όν, [[corrective]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1131a1</span>; <b class="b3">τὰ -κά</b>, title of works on textual criticism by Seleucus and Crates, Sch.Il.<span class="title">Oxy.</span>221 xv 25, xvii 31. Adv. -κῶς <span class="bibl">Eust. 936.43</span>.
|Definition=διορθωτική, διορθωτικόν, [[corrective]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1131a1; <b class="b3">τὰ διορθωτικά</b>, title of works on textual criticism by Seleucus and Crates, Sch.Il.''Oxy.''221 xv 25, xvii 31. Adv. [[διορθωτικῶς]] Eust. 936.43.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[correctivo]] en sent. moral o espiritual (ἡ δικαστική) ἐπιστήμη ... δ. τῶν ἁμαρτανομένων Clem.Al.<i>Strom</i>.1.26.168, δ. τῶν πλημμελουμένων Gr.Nyss.<i>Tres dei</i>.51.3<br /><b class="num">•</b>de la justicia [[correctivo]] (op. la justicia llamada distributiva) ἓν δὲ ([[εἶδος]] τοῦ δικαίου) τὸ ἐν τοῖς συναλλάγμασι διορθωτικόν y una (forma de lo justo) es la correctiva en los tratos</i> Arist.<i>EN</i> 1131<sup>a</sup>1, ὁ κατὰ τὴν ὁρμὴν δ. Arist.<i>EE</i> 1248<sup>b</sup>5, ἡ δὲ τῆς φύσεως [[δύναμις]] Gr.Nyss.<i>Or.Catech</i>.68.15.<br /><b class="num">2</b> filol. [[relativo a la crítica textual]] μέρος τῆς γραμματικῆς Sch.D.T.12.4, neutr. plu. τὰ Διορθωτικά tít. genérico de diversas obras de filología homérica: de Seleuco, Sch.Er.<i>Il</i>.21.290 (p.108), de Crates, Sch.Er.<i>Il</i>.21.363 (p.114), de Dídimo, Sch.Er.<i>Il</i>.17.607c.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[correctamente]], [[de forma recta]] ταῦτα ... δ. λέγει Didym.<i>in Iob</i> 180.4, cf. Chrys.<i>Iob</i>.38.2, δ. τῆς ἀτόπου φαντασίας ... διήλεγξεν Procl.<i>in R</i>.1.204, cf. Eust.936.43.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[correctivo]] en sent. moral o espiritual (ἡ δικαστική) ἐπιστήμη ... δ. τῶν ἁμαρτανομένων Clem.Al.<i>Strom</i>.1.26.168, δ. τῶν πλημμελουμένων Gr.Nyss.<i>Tres dei</i>.51.3<br /><b class="num">•</b>de la justicia [[correctivo]] (op. la justicia llamada distributiva) ἓν δὲ ([[εἶδος]] τοῦ δικαίου) τὸ ἐν τοῖς συναλλάγμασι διορθωτικόν y una (forma de lo justo) es la correctiva en los tratos</i> Arist.<i>EN</i> 1131<sup>a</sup>1, ὁ κατὰ τὴν ὁρμὴν δ. Arist.<i>EE</i> 1248<sup>b</sup>5, ἡ δὲ τῆς φύσεως [[δύναμις]] Gr.Nyss.<i>Or.Catech</i>.68.15.<br /><b class="num">2</b> filol. [[relativo a la crítica textual]] μέρος τῆς γραμματικῆς Sch.D.T.12.4, neutr. plu. τὰ Διορθωτικά tít. genérico de diversas obras de filología homérica: de Seleuco, Sch.Er.<i>Il</i>.21.290 (p.108), de Crates, Sch.Er.<i>Il</i>.21.363 (p.114), de Dídimo, Sch.Er.<i>Il</i>.17.607c.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[correctamente]], [[de forma recta]] ταῦτα ... δ. λέγει Didym.<i>in Iob</i> 180.4, cf. Chrys.<i>Iob</i>.38.2, δ. τῆς ἀτόπου φαντασίας ... διήλεγξεν Procl.<i>in R</i>.1.204, cf. Eust.936.43.
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>zum [[Verbessern]] [[gehörig]], [[verbessernd]]</i>, Arist. <i>Eth</i>. 5.7; τὰ διορθωτικά, ein Buch, welchessich mit der kritischen [[Verbesserung]] des Textes eines Schriftstellers [[beschäftigt]], <i>Scholl. Il</i>. 14.255, vgl. Sengebusch <i>[[Homer]]. diss</i>. 1 p. 56.
}}
{{elru
|elrutext='''διορθωτικός:''' [[исправляющий]], [[улучшающий]], [[совершенствующий]] ([[εἶδος]] δικαιοσύνης Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διορθωτικός]], -ή, -όν) [[διορθωτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[διόρθωση]] ή στον διορθωτή<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] για [[διόρθωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποβλέπει στη [[διόρθωση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το διορθωτικό</i><br />ειδικό [[υγρό]] για τη [[διαγραφή]] σφαλμάτων σε γραπτό [[κείμενο]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διορθωτικά</i><br />η [[αμοιβή]] του διορθωτή.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διορθωτικός]], -ή, -όν) [[διορθωτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[διόρθωση]] ή στον διορθωτή<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] για [[διόρθωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποβλέπει στη [[διόρθωση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το διορθωτικό</i><br />ειδικό [[υγρό]] για τη [[διαγραφή]] σφαλμάτων σε γραπτό [[κείμενο]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διορθωτικά</i><br />η [[αμοιβή]] του διορθωτή.
}}
{{elru
|elrutext='''διορθωτικός:''' [[исправляющий]], [[улучшающий]], [[совершенствующий]] ([[εἶδος]] δικαιοσύνης Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διορθωτικός Medium diacritics: διορθωτικός Low diacritics: διορθωτικός Capitals: ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diorthōtikós Transliteration B: diorthōtikos Transliteration C: diorthotikos Beta Code: diorqwtiko/s

English (LSJ)

διορθωτική, διορθωτικόν, corrective, Arist.EN1131a1; τὰ διορθωτικά, title of works on textual criticism by Seleucus and Crates, Sch.Il.Oxy.221 xv 25, xvii 31. Adv. διορθωτικῶς Eust. 936.43.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1correctivo en sent. moral o espiritual (ἡ δικαστική) ἐπιστήμη ... δ. τῶν ἁμαρτανομένων Clem.Al.Strom.1.26.168, δ. τῶν πλημμελουμένων Gr.Nyss.Tres dei.51.3
de la justicia correctivo (op. la justicia llamada distributiva) ἓν δὲ (εἶδος τοῦ δικαίου) τὸ ἐν τοῖς συναλλάγμασι διορθωτικόν y una (forma de lo justo) es la correctiva en los tratos Arist.EN 1131a1, ὁ κατὰ τὴν ὁρμὴν δ. Arist.EE 1248b5, ἡ δὲ τῆς φύσεως δύναμις Gr.Nyss.Or.Catech.68.15.
2 filol. relativo a la crítica textual μέρος τῆς γραμματικῆς Sch.D.T.12.4, neutr. plu. τὰ Διορθωτικά tít. genérico de diversas obras de filología homérica: de Seleuco, Sch.Er.Il.21.290 (p.108), de Crates, Sch.Er.Il.21.363 (p.114), de Dídimo, Sch.Er.Il.17.607c.
II adv. -ῶς correctamente, de forma recta ταῦτα ... δ. λέγει Didym.in Iob 180.4, cf. Chrys.Iob.38.2, δ. τῆς ἀτόπου φαντασίας ... διήλεγξεν Procl.in R.1.204, cf. Eust.936.43.

German (Pape)

ή, όν, zum Verbessern gehörig, verbessernd, Arist. Eth. 5.7; τὰ διορθωτικά, ein Buch, welchessich mit der kritischen Verbesserung des Textes eines Schriftstellers beschäftigt, Scholl. Il. 14.255, vgl. Sengebusch Homer. diss. 1 p. 56.

Russian (Dvoretsky)

διορθωτικός: исправляющий, улучшающий, совершенствующий (εἶδος δικαιοσύνης Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

διορθωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν ἢ ἱκανότητα πρὸς τὸ διορθοῦν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 2, 12, κτλ. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 936. 43.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διορθωτικός, -ή, -όν) διορθωτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόρθωση ή στον διορθωτή
2. ο ικανός ή κατάλληλος για διόρθωση
νεοελλ.
1. αυτός που αποβλέπει στη διόρθωση
2. το ουδ. εν. ως ουσ. το διορθωτικό
ειδικό υγρό για τη διαγραφή σφαλμάτων σε γραπτό κείμενο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διορθωτικά
η αμοιβή του διορθωτή.