ἀναχρώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anachronnymi
|Transliteration C=anachronnymi
|Beta Code=a)naxrw/nnumi
|Beta Code=a)naxrw/nnumi
|Definition=[[colour anew]], [[discolour]], Plu.2.93of:—Pass., [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Sud.</span>12</span>: metaph., to [[be defiled with]], πολλαῖς γυναιξίν <span class="bibl">Eust.122.26</span>.
|Definition=[[colour anew]], [[discolour]], Plu.2.93of:—Pass., [[varia lectio|v.l.]] in [[Theophrastus|Thphr.]] ''Sud.''12: metaph., to [[be defiled with]], πολλαῖς γυναιξίν Eust.122.26.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0215.png Seite 215]] (s. [[χρώννυμι]]), Farben anreiben, anfärben, beschmutzen, Sp., wie Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0215.png Seite 215]] (s. [[χρώννυμι]]), Farben anreiben, anfärben, beschmutzen, Sp., wie Plut.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀναχρώσω, <i>ao.</i> ἀνέχρωσα, <i>pf.</i> ἀνακέχρωσμαι;<br />[[colorer]], [[teindre]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[χρώννυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναχρώννῡμι:''' [[окрашивать]], [[пачкать]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναχρώννυμι''': δίδω νέον [[χρῶμα]], [[χρωματίζω]], «σταγὼν αἵματος εἰς ὑγρὸν ἐμπεσόντος ἀνέχρωσε πᾶν ἅμα φοινιχθέν» Πλούτ. 2. 930F: - παθ., Θεοφρ. Ἱδρωτ. 12, καὶ μετὰ τῆς σημασίας τοῦ [[συγγίγνομαι]] «παρενόμει περὶ τὴν εὐνὴν (ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]]) πολλαῖς ἀναχρωννύμενος γυναιξίν» Εὐστ. Ἰλ. σ. 122, 26. - [[προσέτι]] σημαίνει, [[ἐμπίμπλημι]], πληρῶ, «[[μύρον]] τὸν ἀέρα ἀναχρῶσαν τῆς ὀσμῆς», Ἰω. Χρυσ. τόμ. 11, σ. 500D, «πάντα τὰ ἄλλα στοιχεῖα τῆς οἰκείας ἀναχρώννυσι κακίας», μεταδίδουσι τὸν χρωματισμὸν τῆς ἰδίας κακίας, [[αὐτόθι]] σ. 126Β.
|lstext='''ἀναχρώννυμι''': δίδω νέον [[χρῶμα]], [[χρωματίζω]], «σταγὼν αἵματος εἰς ὑγρὸν ἐμπεσόντος ἀνέχρωσε πᾶν ἅμα φοινιχθέν» Πλούτ. 2. 930F: - παθ., Θεοφρ. Ἱδρωτ. 12, καὶ μετὰ τῆς σημασίας τοῦ [[συγγίγνομαι]] «παρενόμει περὶ τὴν εὐνὴν (ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]]) πολλαῖς ἀναχρωννύμενος γυναιξίν» Εὐστ. Ἰλ. σ. 122, 26. - [[προσέτι]] σημαίνει, [[ἐμπίμπλημι]], πληρῶ, «[[μύρον]] τὸν ἀέρα ἀναχρῶσαν τῆς ὀσμῆς», Ἰω. Χρυσ. τόμ. 11, σ. 500D, «πάντα τὰ ἄλλα στοιχεῖα τῆς οἰκείας ἀναχρώννυσι κακίας», μεταδίδουσι τὸν χρωματισμὸν τῆς ἰδίας κακίας, [[αὐτόθι]] σ. 126Β.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀναχρώσω, <i>ao.</i> ἀνέχρωσα, <i>pf.</i> ἀνακέχρωσμαι;<br />colorer, teindre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[χρώννυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναχρώννυμι]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[συνευρίσκομαι]], συνουσιάζομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] νέο [[χρώμα]], [[χρωματίζω]]<br /><b>2.</b> [[μεταδίδω]] [[οσμή]]<br /><b>3.</b> [[μολύνω]], [[μιαίνω]].
|mltxt=[[ἀναχρώννυμι]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[συνευρίσκομαι]], συνουσιάζομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] νέο [[χρώμα]], [[χρωματίζω]]<br /><b>2.</b> [[μεταδίδω]] [[οσμή]]<br /><b>3.</b> [[μολύνω]], [[μιαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναχρώννῡμι:''' [[окрашивать]], [[пачкать]] Plut.
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχρώννῡμι Medium diacritics: ἀναχρώννυμι Low diacritics: αναχρώννυμι Capitals: ΑΝΑΧΡΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: anachrṓnnymi Transliteration B: anachrōnnymi Transliteration C: anachronnymi Beta Code: a)naxrw/nnumi

English (LSJ)

colour anew, discolour, Plu.2.93of:—Pass., v.l. in Thphr. Sud.12: metaph., to be defiled with, πολλαῖς γυναιξίν Eust.122.26.

Spanish (DGE)

1 teñir σταγὼν αἵματος ... ἀνέχρωσε πᾶν Plu.2.930f.
2 untar, embadurnar βορβόρῳ τὴν ὄψιν Chrys.M.57.72
en v. med. infectarse, contaminarse Chrys.M.59.314
fig. juntarse, irse con πολλαῖς γυναιξίν tener trato con muchas mujeres Eust.122.27.
3 perfumarse, impregnarse ἐκ τῆς εὐωδίας Chrys.M.59.295.

German (Pape)

[Seite 215] (s. χρώννυμι), Farben anreiben, anfärben, beschmutzen, Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναχρώσω, ao. ἀνέχρωσα, pf. ἀνακέχρωσμαι;
colorer, teindre.
Étymologie: ἀνά, χρώννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀναχρώννῡμι: окрашивать, пачкать Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχρώννυμι: δίδω νέον χρῶμα, χρωματίζω, «σταγὼν αἵματος εἰς ὑγρὸν ἐμπεσόντος ἀνέχρωσε πᾶν ἅμα φοινιχθέν» Πλούτ. 2. 930F: - παθ., Θεοφρ. Ἱδρωτ. 12, καὶ μετὰ τῆς σημασίας τοῦ συγγίγνομαι «παρενόμει περὶ τὴν εὐνὴν (ὁ Ζεὺς) πολλαῖς ἀναχρωννύμενος γυναιξίν» Εὐστ. Ἰλ. σ. 122, 26. - προσέτι σημαίνει, ἐμπίμπλημι, πληρῶ, «μύρον τὸν ἀέρα ἀναχρῶσαν τῆς ὀσμῆς», Ἰω. Χρυσ. τόμ. 11, σ. 500D, «πάντα τὰ ἄλλα στοιχεῖα τῆς οἰκείας ἀναχρώννυσι κακίας», μεταδίδουσι τὸν χρωματισμὸν τῆς ἰδίας κακίας, αὐτόθι σ. 126Β.

Greek Monolingual

ἀναχρώννυμι (AM)
μσν.
μέσ. συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι
αρχ.
1. δίνω νέο χρώμα, χρωματίζω
2. μεταδίδω οσμή
3. μολύνω, μιαίνω.