διάτροπος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diatropos
|Transliteration C=diatropos
|Beta Code=dia/tropos
|Beta Code=dia/tropos
|Definition=ον, [[various in dispositions]], τρόποις <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>559</span> codd.
|Definition=διάτροπον, [[various in dispositions]], τρόποις E.''IA''559 codd.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />changeant, mobile.<br />'''Étymologie:''' [[διατρέπω]].
|btext=ος, ον :<br />[[changeant]], [[mobile]].<br />'''Étymologie:''' [[διατρέπω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διάτροπος''': -ον, [[ποικίλος]] τὰς διαθέσεις, [[εὐμετάβλητος]], [[ἀσταθής]], τρόποις Εὐρ. Ι.Α. 560.
|elnltext=διάτροπος -ον [διατρέπω] [[wisselend]].
}}
{{pape
|ptext=<i>nach verschiedener [[Seite]] [[gewendet]], [[verschieden]]</i>, τρόποις Eur. <i>I.A</i>. 559.
}}
{{elru
|elrutext='''διάτροπος:''' [[разнообразный разнохарактерный]] ([[φύσεις]] βροτῶν Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 31:
|lsmtext='''διάτροπος:''' -ον, [[ποικίλος]] σε διαθέσεις, [[ευμετάβολος]], [[ασταθής]], σε Ευρ.
|lsmtext='''διάτροπος:''' -ον, [[ποικίλος]] σε διαθέσεις, [[ευμετάβολος]], [[ασταθής]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διάτροπος:''' [[разнообразный разнохарактерный]] ([[φύσεις]] βροτῶν Eur.).
|lstext='''διάτροπος''': -ον, [[ποικίλος]] τὰς διαθέσεις, [[εὐμετάβλητος]], [[ἀσταθής]], τρόποις Εὐρ. Ι.Α. 560.
}}
{{elnl
|elnltext=διάτροπος -ον [διατρέπω] wisselend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=διά-τροπος, ον <i>adj</i><br />[[various]] in dispositions, Eur.
|mdlsjtxt=διά-τροπος, ον <i>adj</i><br />[[various]] in dispositions, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάτροπος Medium diacritics: διάτροπος Low diacritics: διάτροπος Capitals: ΔΙΑΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: diátropos Transliteration B: diatropos Transliteration C: diatropos Beta Code: dia/tropos

English (LSJ)

διάτροπον, various in dispositions, τρόποις E.IA559 codd.

Spanish (DGE)

-ον cambiante τρόποι E.IA 559 (cód.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
changeant, mobile.
Étymologie: διατρέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάτροπος -ον [διατρέπω] wisselend.

German (Pape)

nach verschiedener Seite gewendet, verschieden, τρόποις Eur. I.A. 559.

Russian (Dvoretsky)

διάτροπος: разнообразный разнохарактерный (φύσεις βροτῶν Eur.).

Greek Monolingual

διάτροπος, -ον (Α) διατρέπω
αυτός που τρέπεται προς διάφορες κατευθύνσεις, ευμετάβλητος, ασταθής.

Greek Monotonic

διάτροπος: -ον, ποικίλος σε διαθέσεις, ευμετάβολος, ασταθής, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

διάτροπος: -ον, ποικίλος τὰς διαθέσεις, εὐμετάβλητος, ἀσταθής, τρόποις Εὐρ. Ι.Α. 560.

Middle Liddell

διά-τροπος, ον adj
various in dispositions, Eur.