δειλακρίων: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=deilakrion
|Transliteration C=deilakrion
|Beta Code=deilakri/wn
|Beta Code=deilakri/wn
|Definition=ωνος, ὁ, <b class="b2">pitiable creature;</b> in Com., <b class="b2">poor fellow!</b> <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>193</span>, <span class="bibl"><span class="title">Av.</span>143</span>.
|Definition=ωνος, ὁ, pitiable creature; in Com., poor fellow! Ar.''Pax''193, ''Av.''143.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ) :<br />pauvre malheureux.<br />'''Étymologie:''' [[δείλακρος]].
|btext=ωνος (ὁ) :<br />[[pauvre malheureux]].<br />'''Étymologie:''' [[δείλακρος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δειλακρίων''': -ωνος, ὁ, [[δειλός]]· ἀλλὰ συνήθως ἐπὶ σημασίας θωπευτικῆς, ὁ καϋμένος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 193, Ὄρν. 143.
|elnltext=δειλακρίων -ωνος, ὁ [δείλακρος] [[sukkel]].
}}
{{elru
|elrutext='''δειλακρίων:''' ωνος ὁ [[жалкий человек]], [[бедняга]] Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δειλακρίων:''' -ωνος, ὁ ([[δειλός]]), [[φοβιτσιάρης]], [[άνανδρος]]· [[συνήθως]] όμως με [[σημασία]] συμπάθειας, παρηγορίας και κολακείας, καϋμένε φίλε! σε Αριστοφ.
|lsmtext='''δειλακρίων:''' -ωνος, ὁ ([[δειλός]]), [[φοβιτσιάρης]], [[άνανδρος]]· [[συνήθως]] όμως με [[σημασία]] συμπάθειας, παρηγορίας και κολακείας, καϋμένε φίλε! σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δειλακρίων:''' ωνος ὁ жалкий человек, бедняга Arph.
|lstext='''δειλακρίων''': -ωνος, ὁ, [[δειλός]]· ἀλλὰ συνήθως ἐπὶ σημασίας θωπευτικῆς, ὁ καϋμένος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 193, Ὄρν. 143.
}}
{{elnl
|elnltext=δειλακρίων -ωνος, ὁ [δείλακρος] sukkel.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δειλός]]<br />a [[coward]]: [[commonly]] with a [[coaxing]] [[sense]], [[poor]] [[fellow]]! Ar.
|mdlsjtxt=[[δειλός]]<br />a [[coward]]: [[commonly]] with a [[coaxing]] [[sense]], [[poor]] [[fellow]]! Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειλακρίων Medium diacritics: δειλακρίων Low diacritics: δειλακρίων Capitals: ΔΕΙΛΑΚΡΙΩΝ
Transliteration A: deilakríōn Transliteration B: deilakriōn Transliteration C: deilakrion Beta Code: deilakri/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, pitiable creature; in Com., poor fellow! Ar.Pax193, Av.143.

Spanish (DGE)

-ωνος, ὁ
desgraciado ὦ δ., πῶς ἦλθες Ar.Pax 193, ὦ δ. σύ Ar.Au.143.

German (Pape)

[Seite 536] ὁ, Memme, Jammermensch, Ar. Av. 143 Pax 193.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
pauvre malheureux.
Étymologie: δείλακρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειλακρίων -ωνος, ὁ [δείλακρος] sukkel.

Russian (Dvoretsky)

δειλακρίων: ωνος ὁ жалкий человек, бедняга Arph.

Greek Monolingual

δειλακρίων, ο (Α) δείλακρος
1. αξιολύπητος, ταλαίπωρος
2. (με συμπάθεια) κακομοίρης.

Greek Monotonic

δειλακρίων: -ωνος, ὁ (δειλός), φοβιτσιάρης, άνανδρος· συνήθως όμως με σημασία συμπάθειας, παρηγορίας και κολακείας, καϋμένε φίλε! σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

δειλακρίων: -ωνος, ὁ, δειλός· ἀλλὰ συνήθως ἐπὶ σημασίας θωπευτικῆς, ὁ καϋμένος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 193, Ὄρν. 143.

Middle Liddell

δειλός
a coward: commonly with a coaxing sense, poor fellow! Ar.