βραχυλογία: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
mNo edit summary
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón -ίη Hp.<i>Decent</i>.12<br /><b class="num">1</b> [[parquedad en la palabra]] en la visita a un enfermo μεμνῆσθαι ... βραχυλογίης Hp.l.c.<br /><b class="num">•</b>ret. [[braquilogía]], [[concisión]] β. τις Λακωνική Pl.<i>Prt</i>.343b, ἐδεῖτο τῆς Πιττακοῦ βραχυλογίας Plu.2.153e, οὐ τῷ καταφρονεῖν αἱρεῖσθαι τὴν βραχυλογίαν Gal.5.360, cf. Sext.<i>Sent</i>.156, Philostr.<i>Dial</i>.1, Gr.Naz.<i>Ep</i>.244.9, Men.Prot.6.1.101, op. [[μακρολογία]] Pl.<i>Grg</i>.449c, <i>Prt</i>.335b, op. [[μῆκος]] Pl.<i>Lg</i>.887b, plu. διῇμεν τῶν παγκάλων τεχνημάτων βραχυλογιῶν τε καὶ εἰκονολογιῶν Pl.<i>Phdr</i>.269a, ὅτι ἐμφερῆ ταῖς βραχυλογίαις Demetr.<i>Eloc</i>.243.<br /><b class="num">2</b> gram. [[apócope]] ‘μάψ’ β. ἐκ τοῦ ‘μάτην’ Eust.187.28.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón [[βραχυλογίη]] Hp.<i>Decent</i>.12<br /><b class="num">1</b> [[parquedad en la palabra]] en la visita a un enfermo μεμνῆσθαι ... βραχυλογίης Hp.l.c.<br /><b class="num">•</b>ret. [[braquilogía]], [[concisión]] β. τις Λακωνική Pl.<i>Prt</i>.343b, ἐδεῖτο τῆς Πιττακοῦ βραχυλογίας Plu.2.153e, οὐ τῷ καταφρονεῖν αἱρεῖσθαι τὴν βραχυλογίαν Gal.5.360, cf. Sext.<i>Sent</i>.156, Philostr.<i>Dial</i>.1, Gr.Naz.<i>Ep</i>.244.9, Men.Prot.6.1.101, op. [[μακρολογία]] Pl.<i>Grg</i>.449c, <i>Prt</i>.335b, op. [[μῆκος]] Pl.<i>Lg</i>.887b, plu. διῇμεν τῶν παγκάλων τεχνημάτων βραχυλογιῶν τε καὶ εἰκονολογιῶν Pl.<i>Phdr</i>.269a, ὅτι ἐμφερῆ ταῖς βραχυλογίαις Demetr.<i>Eloc</i>.243.<br /><b class="num">2</b> gram. [[apócope]] ‘μάψ’ β. ἐκ τοῦ ‘μάτην’ Eust.187.28.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0462.png Seite 462]] ἡ, Kürze im Reden, im Ausdruck, Λακωνική Plat. Prot. 343 b. Ggstz [[μῆκος]] Legg. X, 887 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0462.png Seite 462]] ἡ, Kürze im Reden, im [[Ausdruck]], Λακωνική Plat. Prot. 343 b. <span class="ggns">Gegensatz</span> [[μῆκος]] Legg. X, 887 b.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />brièveté dans le discours <i>ou</i> le style.<br />'''Étymologie:''' βραχυλόγος.
|btext=ας (ἡ) :<br />brièveté dans le discours <i>ou</i> le style.<br />'''Étymologie:''' [[βραχυλόγος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βρᾰχῠλογία''': ἡ, [[συντομία]] ἐν τῇ ὁμιλίᾳ ἢ τῇ γραφῇ, Ἱππ. 24. 43, Πλάτ. Γοργ. 449C, ὁ αὐτ. Πρωτ. 343B, κτλ.· ἀντίθετον τῷ [[μῆκος]], ὁ αὐτ. Νόμ. 887B.
|elnltext=[[βραχυλογία]] -ας, ἡ Ion. βραχυλογίη [[βραχυλόγος]] [[beknoptheid]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[βραχυλογία]]) [[βραχύλογος]] / [[βραχυλόγος]]]]<br /><b>1.</b> η [[συντομία]] στην [[έκφραση]] [[είτε]] στον προφορικό ή στον γραπτό λόγο<br /><b>2.</b> η [[πυκνότητα]] στην [[έκφραση]] με την [[παράλειψη]] λέξεων ή όρων οι οποίοι μπορούν να νοηθούν από τα συμφραζόμενα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βρᾰχῠλογία:''' ἡ, [[λακωνικότητα]] στο λόγο και στη [[γραφή]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 34: Line 28:
|mdlsjtxt=[from [[βραχυλόγος]]<br />[[brevity]] in [[speech]] or [[writing]], Plat.
|mdlsjtxt=[from [[βραχυλόγος]]<br />[[brevity]] in [[speech]] or [[writing]], Plat.
}}
}}
{{elnl
{{grml
|elnltext=[[βραχυλογία]] -ας, ἡ Ion. βραχυλογίη [[βραχυλόγος]] beknoptheid.
|mltxt=η (AM [[βραχυλογία]]) [[βραχύλογος]] / [[βραχυλόγος]]<br /><b>1.</b> η [[συντομία]] στην [[έκφραση]] [[είτε]] στον προφορικό ή στον γραπτό λόγο<br /><b>2.</b> η [[πυκνότητα]] στην [[έκφραση]] με την [[παράλειψη]] λέξεων ή όρων οι οποίοι μπορούν να νοηθούν από τα συμφραζόμενα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βρᾰχῠλογία:''' ἡ, [[λακωνικότητα]] στο λόγο και στη [[γραφή]], σε Πλάτ.
}}
{{ls
|lstext='''βρᾰχῠλογία''': , [[συντομία]] ἐν τῇ ὁμιλίᾳ ἢ τῇ γραφῇ, Ἱππ. 24. 43, Πλάτ. Γοργ. 449C, ὁ αὐτ. Πρωτ. 343B, κτλ.· ἀντίθετον τῷ [[μῆκος]], ὁ αὐτ. Νόμ. 887B.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[briefness]], [[of speech]]
|woodrun=[[briefness]]
}}
{{trml
|trtx====[[conciseness]]===
Bulgarian: краткост, стегнатост; Catalan: concisió; Czech: stručnost; Esperanto: koncizeco; French: [[concision]]; Galician: concisión; German: [[Bündigkeit]], [[Gedrängtheit]], [[Knappheit]], [[Kürze]], [[Prägnanz]]; Greek: [[λακωνικότητα]], [[συνοπτικότητα]], [[συντομία]]; Ancient Greek: [[βραχυλογία]], [[συντομία]], [[τὸ σύντομον]]; Irish: achomaireacht; Italian: [[concisione]], [[stringatezza]]; Occitan: concision; Russian: [[краткость]]; Spanish: [[concisión]]; Turkish: mucezlik, özlülük; Ukrainian: стислість
}}
}}

Latest revision as of 18:01, 5 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχῠλογία Medium diacritics: βραχυλογία Low diacritics: βραχυλογία Capitals: ΒΡΑΧΥΛΟΓΙΑ
Transliteration A: brachylogía Transliteration B: brachylogia Transliteration C: vrachylogia Beta Code: braxulogi/a

English (LSJ)

ἡ, brevity in speech or writing, Hp.Decent.12, Pl.Grg.449c; βραχυλογία τις Λακωνική Id.Prt.343b, etc.; ἡ Πιττακοῦ βραχυλογία Plu.2.153e, cf. Demetr.Eloc.243 (pl.); opp. μῆκος, Pl.Lg.887b.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón βραχυλογίη Hp.Decent.12
1 parquedad en la palabra en la visita a un enfermo μεμνῆσθαι ... βραχυλογίης Hp.l.c.
ret. braquilogía, concisión β. τις Λακωνική Pl.Prt.343b, ἐδεῖτο τῆς Πιττακοῦ βραχυλογίας Plu.2.153e, οὐ τῷ καταφρονεῖν αἱρεῖσθαι τὴν βραχυλογίαν Gal.5.360, cf. Sext.Sent.156, Philostr.Dial.1, Gr.Naz.Ep.244.9, Men.Prot.6.1.101, op. μακρολογία Pl.Grg.449c, Prt.335b, op. μῆκος Pl.Lg.887b, plu. διῇμεν τῶν παγκάλων τεχνημάτων βραχυλογιῶν τε καὶ εἰκονολογιῶν Pl.Phdr.269a, ὅτι ἐμφερῆ ταῖς βραχυλογίαις Demetr.Eloc.243.
2 gram. apócope ‘μάψ’ β. ἐκ τοῦ ‘μάτην’ Eust.187.28.

German (Pape)

[Seite 462] ἡ, Kürze im Reden, im Ausdruck, Λακωνική Plat. Prot. 343 b. Gegensatz μῆκος Legg. X, 887 b.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
brièveté dans le discours ou le style.
Étymologie: βραχυλόγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βραχυλογία -ας, ἡ Ion. βραχυλογίη βραχυλόγος beknoptheid.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰχυλογία:краткость речи, сжатость, немногословность Plat., Arst., Plut.

Middle Liddell

[from βραχυλόγος
brevity in speech or writing, Plat.

Greek Monolingual

η (AM βραχυλογία) βραχύλογος / βραχυλόγος
1. η συντομία στην έκφραση είτε στον προφορικό ή στον γραπτό λόγο
2. η πυκνότητα στην έκφραση με την παράλειψη λέξεων ή όρων οι οποίοι μπορούν να νοηθούν από τα συμφραζόμενα.

Greek Monotonic

βρᾰχῠλογία: ἡ, λακωνικότητα στο λόγο και στη γραφή, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχῠλογία: ἡ, συντομία ἐν τῇ ὁμιλίᾳ ἢ τῇ γραφῇ, Ἱππ. 24. 43, Πλάτ. Γοργ. 449C, ὁ αὐτ. Πρωτ. 343B, κτλ.· ἀντίθετον τῷ μῆκος, ὁ αὐτ. Νόμ. 887B.

English (Woodhouse)

briefness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

conciseness

Bulgarian: краткост, стегнатост; Catalan: concisió; Czech: stručnost; Esperanto: koncizeco; French: concision; Galician: concisión; German: Bündigkeit, Gedrängtheit, Knappheit, Kürze, Prägnanz; Greek: λακωνικότητα, συνοπτικότητα, συντομία; Ancient Greek: βραχυλογία, συντομία, τὸ σύντομον; Irish: achomaireacht; Italian: concisione, stringatezza; Occitan: concision; Russian: краткость; Spanish: concisión; Turkish: mucezlik, özlülük; Ukrainian: стислість