διαμελίζω: Difference between revisions

From LSJ

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diamelizo
|Transliteration C=diamelizo
|Beta Code=diameli/zw
|Beta Code=diameli/zw
|Definition=[[dismember]], <span class="bibl">D.S.3.65</span>:—Pass., <span class="bibl">LXX<span class="title">Da.</span>3.29(96)</span>, Plu.2.993b.
|Definition=[[dismember]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.65:—Pass., [[LXX]] ''Da.''3.29(96), Plu.2.993b.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[desmembrar]], [[descuartizar]] víctimas οἱ ἱερεῖς ... καθαρὰ ποιήσαντες διαμελίζουσι I.<i>AI</i> 3.227, τοὺς ἀσεβεῖς ... ταῖς τῶν γυναικῶν χερσὶ ζῶντας διαμελίζοντα descuartizando (Dioniso) a los impíos en vida por manos de las mujeres</i> D.S.3.65, τοὺς μὲν διεμέλιζε, τοὺς δὲ ἀνεσταύρου D.S.35.12, en v. pas. ὃς ἂν βλασφημήσῃ εἰς τὸν κύριον ... διαμελισθήσεται [[LXX]] <i>Da</i>.3.96, cf. Plu.2.993b.
|dgtxt=[[desmembrar]], [[descuartizar]] víctimas οἱ ἱερεῖς ... καθαρὰ ποιήσαντες διαμελίζουσι I.<i>AI</i> 3.227, τοὺς ἀσεβεῖς ... ταῖς τῶν γυναικῶν χερσὶ ζῶντας διαμελίζοντα descuartizando (Dioniso) a los impíos en vida por manos de las mujeres</i> [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.65, τοὺς μὲν διεμέλιζε, τοὺς δὲ ἀνεσταύρου [[Diodorus Siculus|D.S.]]35.12, en v. pas. ὃς ἂν βλασφημήσῃ εἰς τὸν κύριον ... διαμελισθήσεται [[LXX]] <i>Da</i>.3.96, cf. Plu.2.993b.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=arracher les membres, mettre en pièces.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μέλος]].
|btext=[[arracher les membres]], [[mettre en pièces]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μέλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαμελίζω:''' [[разрывать на суставы]], [[растерзывать]] (ταῖς χερσὶ ζῶντας Diod.; ζῷα διαμελιζόμενα Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διαμελίζω]])<br /><b>1.</b> [[διαχωρίζω]] τα [[μέλη]], [[κόβω]] σε κομμάτια, [[κατατεμαχίζω]]<br /><b>2.</b> [[κομματιάζω]] και [[διαμοιράζω]] τα κομμάτια με άλλους («μελίζεται καὶ διαμελίζεται ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>διά</i> <span style="color: red;">+</span> [[μελίζω]] «[[κόβω]] [[κάτι]] σε κομμάτια»].
|mltxt=(AM [[διαμελίζω]])<br /><b>1.</b> [[διαχωρίζω]] τα [[μέλη]], [[κόβω]] σε κομμάτια, [[κατατεμαχίζω]]<br /><b>2.</b> [[κομματιάζω]] και [[διαμοιράζω]] τα κομμάτια με άλλους («μελίζεται καὶ διαμελίζεται ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>διά</i> <span style="color: red;">+</span> [[μελίζω]] «[[κόβω]] [[κάτι]] σε κομμάτια»].
}}
{{elru
|elrutext='''διαμελίζω:''' [[разрывать на суставы]], [[растерзывать]] (ταῖς χερσὶ ζῶντας Diod.; ζῷα διαμελιζόμενα Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 07:19, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμελίζω Medium diacritics: διαμελίζω Low diacritics: διαμελίζω Capitals: ΔΙΑΜΕΛΙΖΩ
Transliteration A: diamelízō Transliteration B: diamelizō Transliteration C: diamelizo Beta Code: diameli/zw

English (LSJ)

dismember, D.S.3.65:—Pass., LXX Da.3.29(96), Plu.2.993b.

Spanish (DGE)

desmembrar, descuartizar víctimas οἱ ἱερεῖς ... καθαρὰ ποιήσαντες διαμελίζουσι I.AI 3.227, τοὺς ἀσεβεῖς ... ταῖς τῶν γυναικῶν χερσὶ ζῶντας διαμελίζοντα descuartizando (Dioniso) a los impíos en vida por manos de las mujeres D.S.3.65, τοὺς μὲν διεμέλιζε, τοὺς δὲ ἀνεσταύρου D.S.35.12, en v. pas. ὃς ἂν βλασφημήσῃ εἰς τὸν κύριον ... διαμελισθήσεται LXX Da.3.96, cf. Plu.2.993b.

German (Pape)

[Seite 589] zergliedern, zrrstückeln, Sp., wie D. Sic. 3, 64.

French (Bailly abrégé)

arracher les membres, mettre en pièces.
Étymologie: διά, μέλος.

Russian (Dvoretsky)

διαμελίζω: разрывать на суставы, растерзывать (ταῖς χερσὶ ζῶντας Diod.; ζῷα διαμελιζόμενα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διαμελίζω: κατακόπτω εἰς μέλη, Διόδ. 3. 65· - διαμελισμός, ὁ, Πλούτ. 2. 355Β.

Greek Monolingual

(AM διαμελίζω)
1. διαχωρίζω τα μέλη, κόβω σε κομμάτια, κατατεμαχίζω
2. κομματιάζω και διαμοιράζω τα κομμάτια με άλλους («μελίζεται καὶ διαμελίζεται ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + μελίζω «κόβω κάτι σε κομμάτια»].