Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐστάλεια: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
mNo edit summary
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />agilité, légèreté.<br />'''Étymologie:''' [[εὐσταλής]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[agilité]], [[légèreté]].<br />'''Étymologie:''' [[εὐσταλής]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, s. [[εὐσταλία]]: <i>[[Leichtigkeit]], [[Gewandtheit]]</i>, Hippocr.; <i>[[leichte Rüstung]]</i>, καὶ [[κουφότης]] τῆς στρατιᾶς Plut. <i>Sert</i>. 13, wo [[εὐστάλεια]] zu [[ändern]] ist.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 07:44, 26 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐστάλεια Medium diacritics: εὐστάλεια Low diacritics: ευστάλεια Capitals: ΕΥΣΤΑΛΕΙΑ
Transliteration A: eustáleia Transliteration B: eustaleia Transliteration C: efstaleia Beta Code: eu)sta/leia

English (LSJ)

[ᾰ], Ion. εὐσταλίη, ἡ,
A simple arrangement, Hp.Art.82.
2 orderliness, ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων Phld.Oec.p.65J.
3 of troops, light equipment, Plu.Sert.12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
agilité, légèreté.
Étymologie: εὐσταλής.

German (Pape)

ἡ, s. εὐσταλία: Leichtigkeit, Gewandtheit, Hippocr.; leichte Rüstung, καὶ κουφότης τῆς στρατιᾶς Plut. Sert. 13, wo εὐστάλεια zu ändern ist.

Greek (Liddell-Scott)

εὐστάλεια: ἡ, ἁπλῆ διευθέτησις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839∙ ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ εὐσταλίη: ἐπὶ στρατευμάτων, ἐλαφρότης στολῆς, ἐνδυμασίας, Πλουτ. Σερτώρ. 12.

Greek Monolingual

εὐστάλεια και ιων. τ. εὐσταλίη, ἡ (Α)
ευσταλής
1. καλή διάταξη, τοποθέτηση
2. συμμετρία, αναλογίαεὐστάλεια ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων», Φιλόδ.)
3. (για στρατεύματα) η ελαφρότητα του οπλισμού («εὐσταλείᾳ καὶ κουφότητι τῆς Ἰβηρικής στρατιᾱς», Πλούτ.).

Greek Monotonic

εὐστάλεια: ἡ, ψιλός, ελαφρός οπλισμός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

εὐστάλεια, ἡ,
light equipment, Plut. [from εὐστᾰλής]