καύχη: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />jactance.<br />'''Étymologie:''' [[καυχάομαι]].
|btext=ης (ἡ) :<br />[[jactance]].<br />'''Étymologie:''' [[καυχάομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καύχη''': , = τῷ ἑπομ., καῦχαι ἐπέων, ἐπὶ τῆς ἡρωϊκῆς ποιήσεως, Πινδ. Ν. 9. 15.
|elnltext=καύχη -ης, [~ καυχάομαι] Dor. gen. -ας, lofprijzing.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καύχη]], ἡ (Α) [[καυχώμαι]]<br />[[καύχηση]], [[καύχημα]], το να επαινεί [[κανείς]] τον εαυτό του («θεσπέσια δ' ἐπέων καυχαῑς ἀοιδά [[πρόσφορος]]» — για την ηρωική [[ποίηση]], <b>Πίνδ.</b>).
|mltxt=[[καύχη]], ἡ (Α) [[καυχώμαι]]<br />[[καύχηση]], [[καύχημα]], το να επαινεί [[κανείς]] τον εαυτό του («θεσπέσια δ' ἐπέων καυχαῖς ἀοιδά [[πρόσφορος]]» — για την ηρωική [[ποίηση]], <b>Πίνδ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καύχη:''' ἡ, = το επόμ., σε Πίνδ.
|lsmtext='''καύχη:''' ἡ, = το επόμ., σε Πίνδ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=καύχη -ης, ἡ [~ καυχάομαι] Dor. gen. -ας, lofprijzing.
|lstext='''καύχη''': ἡ, = τῷ ἑπομ., καῦχαι ἐπέων, ἐπὶ τῆς ἡρωϊκῆς ποιήσεως, Πινδ. Ν. 9. 15.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καύχη]], ἡ, = [[καύχημα]], Pind.]
|mdlsjtxt=[[καύχη]], ἡ, = [[καύχημα]], Pind.]
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καύχη Medium diacritics: καύχη Low diacritics: καύχη Capitals: ΚΑΥΧΗ
Transliteration A: kaúchē Transliteration B: kauchē Transliteration C: kaychi Beta Code: kau/xh

English (LSJ)

ἡ, = καύχημα (boast, vaunt, subject of boasting), ἐπέων καύχας, of heroic verse, Pi. N. 9.7 (nisi leg. καυχᾶσσ', i.e. καυχάεσσα, Dor. fem. of καυχήεις).

German (Pape)

[Seite 1409] ἡ, das Prahlen, die Prahlerei, Pind. N. 9, 7, im plur.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
jactance.
Étymologie: καυχάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καύχη -ης, ἡ [~ καυχάομαι] Dor. gen. -ας, lofprijzing.

Greek Monolingual

καύχη, ἡ (Α) καυχώμαι
καύχηση, καύχημα, το να επαινεί κανείς τον εαυτό του («θεσπέσια δ' ἐπέων καυχαῖς ἀοιδά πρόσφορος» — για την ηρωική ποίηση, Πίνδ.).

Greek Monotonic

καύχη: ἡ, = το επόμ., σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

καύχη: ἡ, = τῷ ἑπομ., καῦχαι ἐπέων, ἐπὶ τῆς ἡρωϊκῆς ποιήσεως, Πινδ. Ν. 9. 15.

Middle Liddell

καύχη, ἡ, = καύχημα, Pind.]