καλλιώνυμος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kallionymos | |Transliteration C=kallionymos | ||
|Beta Code=kalliw/numos | |Beta Code=kalliw/numos | ||
|Definition= | |Definition=καλλιώνυμον, [[with beautiful name]]: as [[substantive]], a kind of fish, [[Uranoscopus scaber]], Hp.''Vict.''2.48, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''598a11, Men.31, Anaxipp.2.2: [[sensu obsceno|sens. obsc.]], ''Com.Adesp.''1023. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />au beau nom ; ὁ [[καλλιώνυμος]] sorte de poisson.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ὄνομα]]. | |btext=ος, ον :<br />au beau nom ; ὁ [[καλλιώνυμος]] sorte de poisson.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ὄνομα]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καλλιώνυμος -ου, ὁ [[[καλός]], [[ὄνομα]]] sterrenkijker (een vissoort). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καλλῐώνῠμος:''' ὁ [[рыба звездочет]] (предполож. Uranoscopus [[scaber]]) Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καλλιώνυμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ωραίο]] όνομα<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[καλλιώνυμος]]<br />ο [[ιχθύς]] [[ουρανοσκόπος]] ο σκάβηρος («[[δράκων]], [[καλλιώνυμος]], [[κωβιός]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], δωρ. τ. του [[ὄνομα]]), [[πρβλ]]. [[ιδιώνυμος]], <i>καλ</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει]. | |mltxt=[[καλλιώνυμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ωραίο]] όνομα<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[καλλιώνυμος]]<br />ο [[ιχθύς]] [[ουρανοσκόπος]] ο σκάβηρος («[[δράκων]], [[καλλιώνυμος]], [[κωβιός]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], δωρ. τ. του [[ὄνομα]]), [[πρβλ]]. [[ιδιώνυμος]], <i>καλ</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:55, 24 November 2023
English (LSJ)
καλλιώνυμον, with beautiful name: as substantive, a kind of fish, Uranoscopus scaber, Hp.Vict.2.48, Arist.HA598a11, Men.31, Anaxipp.2.2: sens. obsc., Com.Adesp.1023.
German (Pape)
[Seite 1311] schönnamig. – Ein Fisch, Arist. H. A. 8, 13 Ael. H. A. 13, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au beau nom ; ὁ καλλιώνυμος sorte de poisson.
Étymologie: καλός, ὄνομα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλιώνυμος -ου, ὁ [καλός, ὄνομα] sterrenkijker (een vissoort).
Russian (Dvoretsky)
καλλῐώνῠμος: ὁ рыба звездочет (предполож. Uranoscopus scaber) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιώνῠμος: -ον, ἔχων ὡραῖον ὄνομα: ὡς οὐσιαστ., εἶδος ἰχθύος, οὐρανοσκόπος, Ἱππ. 357. 43, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 3, Μένανδρ. ἐν «Ἀνατιθεμένῃ» 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καλλιώνυμος· εἶδος ἰχθύος. Μεταφέροντες δέ τινες τὴν λέξιν καὶ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου ἔτασσον ἀνδρὸς καὶ γυναικός»· ὁ αὐτ. ἐν λέξ. ψαμμοδύτης λέγει: «ἰχθύς, ὃν καὶ καλλιώνυμον ὀνομάζουσιν». - Ὁ οὐρανοσκόπος κατὰ τὸν Κοραῆν, ὑπὸ μὲν τῶν Βυζαντίων νῦν καλεῖται βάτραχος, ὑπὸ δὲ τῶν Σμυρναίων βοῦφος (χυδ. μποῦφος) κτλ. Ἴδε μακρὰν σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 68, 69 κἑξ.
Greek Monolingual
καλλιώνυμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραίο όνομα
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ καλλιώνυμος
ο ιχθύς ουρανοσκόπος ο σκάβηρος («δράκων, καλλιώνυμος, κωβιός», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, δωρ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ιδιώνυμος, καλ-ώνυμος. Το -ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].