κατατιλάω: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katatilao
|Transliteration C=katatilao
|Beta Code=katatila/w
|Beta Code=katatila/w
|Definition=[[make dirt over]], <b class="b3">τῆς στήλης, τῶν Ἑκαταίων</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1054</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ra.</span>366</span>:—Pass., τοῖς ὄρνισι κατατιλώμενοι <span class="bibl">Id.<span class="title">Av.</span>1117</span>; κατὰ τῆς κεφαλῆς κατατετιλῆσθαι <span class="bibl">Artem.2.26</span>.
|Definition=[[make dirt over]], <b class="b3">τῆς στήλης, τῶν Ἑκαταίων</b>, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1054, ''Ra.''366:—Pass., τοῖς ὄρνισι κατατιλώμενοι Id.''Av.''1117; κατὰ τῆς κεφαλῆς κατατετιλῆσθαι Artem.2.26.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />embrener.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τιλάω]].
|btext=[[κατατιλῶ]] :<br />[[embrener]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τιλάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατατῑλάω''': [[χέζω]] κατά τινος, κόπρον [[ἐκκρίνω]] διάρρυτον ἢ ὑγράν, «τσιλίζω ἢ τσιρλίζω» ἐπὶ τινος, τῆς στήλης, τῶν Ἑκαταίων ἀγαλμάτων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1054, Βάτρ. 366· κατὰ τῆς κεφαλῆς κατατιλῆσαι Ἀρτεμίδ. 2. 24.― Παθ., τοῖς ὄρνισι κατατιλώμενοι ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1117· κατὰ τῆς κεφαλῆς κατατιληθῆναι Ἀρτεμίδ. 2. 26.
|elnltext=κατα-τιλάω onderpoepen, met gen.
}}
}}
{{lsm
{{pape
|lsmtext='''κατατῑλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, βρωμίζω [[ολόγυρα]], με γεν., σε Αριστοφ.
|ptext=[ῑ], <i>[[bekacken]]</i>; τῆς στήλης Ar. <i>Av</i>. 1054, τῶν Ἑκαταίων <i>Ran</i>. 361; κατά τινος Artemid. 2.24. – Pass., Ar. <i>Av</i>. 1117.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατατῑλάω:''' [[загаживать]] (τῆς στήλης Arph.): τοῖς ὄρνισι κατατιλώμενος Arph. засиженный птицами.
|elrutext='''κατατῑλάω:''' [[загаживать]] (τῆς στήλης Arph.): τοῖς ὄρνισι κατατιλώμενος Arph. засиженный птицами.
}}
}}
{{elnl
{{lsm
|elnltext=κατα-τιλάω onderpoepen, met gen.
|lsmtext='''κατατῑλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, βρωμίζω [[ολόγυρα]], με γεν., σε Αριστοφ.
}}
{{ls
|lstext='''κατατῑλάω''': [[χέζω]] κατά τινος, κόπρον [[ἐκκρίνω]] διάρρυτον ἢ ὑγράν, «τσιλίζω ἢ τσιρλίζω» ἐπὶ τινος, τῆς στήλης, τῶν Ἑκαταίων ἀγαλμάτων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1054, Βάτρ. 366· κατὰ τῆς κεφαλῆς κατατιλῆσαι Ἀρτεμίδ. 2. 24.― Παθ., τοῖς ὄρνισι κατατιλώμενοι ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1117· κατὰ τῆς κεφαλῆς κατατιληθῆναι Ἀρτεμίδ. 2. 26.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to make [[dirt]] [[over]], c. gen., Ar.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to make [[dirt]] [[over]], c. gen., Ar.
}}
}}

Latest revision as of 07:25, 29 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατῑλάω Medium diacritics: κατατιλάω Low diacritics: κατατιλάω Capitals: ΚΑΤΑΤΙΛΑΩ
Transliteration A: katatiláō Transliteration B: katatilaō Transliteration C: katatilao Beta Code: katatila/w

English (LSJ)

make dirt over, τῆς στήλης, τῶν Ἑκαταίων, Ar.Av.1054, Ra.366:—Pass., τοῖς ὄρνισι κατατιλώμενοι Id.Av.1117; κατὰ τῆς κεφαλῆς κατατετιλῆσθαι Artem.2.26.

French (Bailly abrégé)

κατατιλῶ :
embrener.
Étymologie: κατά, τιλάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τιλάω onderpoepen, met gen.

German (Pape)

[ῑ], bekacken; τῆς στήλης Ar. Av. 1054, τῶν Ἑκαταίων Ran. 361; κατά τινος Artemid. 2.24. – Pass., Ar. Av. 1117.

Russian (Dvoretsky)

κατατῑλάω: загаживать (τῆς στήλης Arph.): τοῖς ὄρνισι κατατιλώμενος Arph. засиженный птицами.

Greek Monotonic

κατατῑλάω: μέλ. -ήσω, βρωμίζω ολόγυρα, με γεν., σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κατατῑλάω: χέζω κατά τινος, κόπρον ἐκκρίνω διάρρυτον ἢ ὑγράν, «τσιλίζω ἢ τσιρλίζω» ἐπὶ τινος, τῆς στήλης, τῶν Ἑκαταίων ἀγαλμάτων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1054, Βάτρ. 366· κατὰ τῆς κεφαλῆς κατατιλῆσαι Ἀρτεμίδ. 2. 24.― Παθ., τοῖς ὄρνισι κατατιλώμενοι ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1117· κατὰ τῆς κεφαλῆς κατατιληθῆναι Ἀρτεμίδ. 2. 26.

Middle Liddell

fut. ήσω
to make dirt over, c. gen., Ar.