μολύβδινος: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=molyvdinos | |Transliteration C=molyvdinos | ||
|Beta Code=molu/bdinos | |Beta Code=molu/bdinos | ||
|Definition=η, ον, [[leaden]], [[of lead]], | |Definition=η, ον, [[leaden]], [[of lead]], Cratin.318, Eup.171; <b class="b3">μ. ἴχνος</b> [[leaden]] sole, Hp.''Art.''62 (prob. l.); [[ὑποδημάτιον]] ibid.; <b class="b3">μ. κανών</b>, of a flexible architectural instrument, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1137b30; μ. σηκώματα Plb. 8.5.9; μ. κεραμίδες Moschio ap.Ath.5.207b; πῖλος Gal.19.701. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br />de plomb.<br />'''Étymologie:''' [[μόλυβδος]]. | |btext=η, ον :<br />[[de plomb]].<br />'''Étymologie:''' [[μόλυβδος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μολύβδῐνος:''' (слова на [[μολυβδ]]- имеют [[varia lectio|v.l.]] [[μολιβδ]]-) свинцовый (σηκώματα Polyb.; [[κανών]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μολύβδῐνος:''' -η, -ον, αυτός που αποτελείται από μόλυβδο, [[μολυβένιος]], [[μολύβδινος]] [[κανών]], [[εύκαμπτος]] [[χάρακας]] που θα μπορούσε, αλλάζοντας [[σχήμα]], να λάβει τη [[μορφή]] καμπύλης γραμμής, σε Αριστ. | |lsmtext='''μολύβδῐνος:''' -η, -ον, αυτός που αποτελείται από μόλυβδο, [[μολυβένιος]], [[μολύβδινος]] [[κανών]], [[εύκαμπτος]] [[χάρακας]] που θα μπορούσε, αλλάζοντας [[σχήμα]], να λάβει τη [[μορφή]] καμπύλης γραμμής, σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μολύβδῐνος, η, ον<br />leaden, of [[lead]], μ. [[κανών]], a [[flexible]] [[rule]] that could be moulded to curves, Arist. | |mdlsjtxt=μολύβδῐνος, η, ον<br />leaden, of [[lead]], μ. [[κανών]], a [[flexible]] [[rule]] that could be moulded to curves, Arist. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον, leaden, of lead, Cratin.318, Eup.171; μ. ἴχνος leaden sole, Hp.Art.62 (prob. l.); ὑποδημάτιον ibid.; μ. κανών, of a flexible architectural instrument, Arist.EN1137b30; μ. σηκώματα Plb. 8.5.9; μ. κεραμίδες Moschio ap.Ath.5.207b; πῖλος Gal.19.701.
German (Pape)
[Seite 200] bleiern; σηκώματα, Pol. 8, 7, 9; κανών, Bleiloth, Arist. Eth. 5, 10 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de plomb.
Étymologie: μόλυβδος.
Russian (Dvoretsky)
μολύβδῐνος: (слова на μολυβδ- имеют v.l. μολιβδ-) свинцовый (σηκώματα Polyb.; κανών Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μολύβδῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ μολύβδου, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 78· μ. ἴχνος, πέλμα ἐκ μολ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· ὑποδημάτιον αὐτόθι 888· ὁ μ. κανών, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 5. 10, 7, ἦτο πιθ. κανών τις ἐκ μολύβδου εὔκαμπτος, δυνάμενος νὰ σχηματισθῇ κατὰ τὰς καμπὰς τοῦ κύματος ἐν τῇ ἀρχιτεκτον. (ἴδε κῦμα Ι. 2).
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μολύβδινος, -ίνη, -ον, Α και μολίβδινος και μολύβινος, -ίνη, -ον, Μ και μολίβινος, -ίνη, -ον) μόλυβδος
αυτός που έχει κατασκευαστεί από μόλυβδο ή συνίσταται από μόλυβδο, μολυβένιος, μολυβωτός («μολύβδινον ὑποδημάτιον», Ιππκρ.)
νεοελλ.
φρ. «μολυβδοθάλαμοι» ή «μολύβδινοι θάλαμοι»
(χημ. τεχνολ.) χημικοί αντιδραστήρες επενδεδυμένοι με μόλυβδο, που τους χρησιμοποιούσαν παλαιότερα σε μια μέθοδο παρασκευής του θειικού οξέος.
Greek Monotonic
μολύβδῐνος: -η, -ον, αυτός που αποτελείται από μόλυβδο, μολυβένιος, μολύβδινος κανών, εύκαμπτος χάρακας που θα μπορούσε, αλλάζοντας σχήμα, να λάβει τη μορφή καμπύλης γραμμής, σε Αριστ.
Middle Liddell
μολύβδῐνος, η, ον
leaden, of lead, μ. κανών, a flexible rule that could be moulded to curves, Arist.