κτεάτειρα: Difference between revisions
τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι (Hesiod, Works and Days 289) → But between us and Goodness the gods have placed the sweat of our brows
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kteateira | |Transliteration C=kteateira | ||
|Beta Code=ktea/teira | |Beta Code=ktea/teira | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰτ], ἡ (as if fem. of [[Κτεατήρ]]), [[possessor]], Νὺξ μεγάλων κόσμων κ. [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''356 (anap.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br />qui possède.<br />'''Étymologie:''' [[κτέαρ]]. | |btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br />[[qui possède]].<br />'''Étymologie:''' [[κτέαρ]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κτεάτειρα -ας, ἡ [κτάομαι] [[eigenares]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κτεάτειρα:''' (ᾰτ) ἡ [[владетельница]], [[обладательница]] (νὺξ μεγάλων κόσμων κ. Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κτεάτειρα:''' ἡ (όπως αν προερχόταν από το <i>κτεᾰτήρ</i>), <i>κόσμων κτ</i>., εσύ που μας έκανες άξιους [[τιμής]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''κτεάτειρα:''' ἡ (όπως αν προερχόταν από το <i>κτεᾰτήρ</i>), <i>κόσμων κτ</i>., εσύ που μας έκανες άξιους [[τιμής]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κτεάτειρα''': ἡ, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ κτεᾰτήρ), μεγάλων κόσμων κτ., σὺ ἡ καταστήσασα ἡμᾶς κατόχους..., Αἰσχύλ. Ἀγ. 356. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κτεάτειρα]], ἡ, [as if from κτεᾰτήρ]<br />κόσμων κτ. thou that hast put us in [[possession]] of honours, Aesch. | |mdlsjtxt=[[κτεάτειρα]], ἡ, [as if from κτεᾰτήρ]<br />κόσμων κτ. thou that hast put us in [[possession]] of honours, Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:08, 29 October 2024
English (LSJ)
[ᾰτ], ἡ (as if fem. of Κτεατήρ), possessor, Νὺξ μεγάλων κόσμων κ. A.Ag.356 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1518] ἡ (fem. zu einem nicht vorkommenden κτεατής), Erwerberinn, Besitzerinn, Spenderinn; νὺξ μεγάλων κόσμων κτεάτειρα Aesch. Ag. 347.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
qui possède.
Étymologie: κτέαρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτεάτειρα -ας, ἡ [κτάομαι] eigenares.
Russian (Dvoretsky)
κτεάτειρα: (ᾰτ) ἡ владетельница, обладательница (νὺξ μεγάλων κόσμων κ. Aesch.).
Greek Monolingual
κτεάτειρα, ἡ (Α)
η κάτοχος («νύξ φιλία, μεγάλων κόσμων κτεάτειρα» — αγαπημένη νύχτα, που κατέχεις μεγάλα στολίσματα, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κτεά-τειρα, αντί τών κτήτειρα, κτήτρια (< κτήτωρ), σχηματίστηκε με την επίδραση του τ. κτέατα].
Greek Monotonic
κτεάτειρα: ἡ (όπως αν προερχόταν από το κτεᾰτήρ), κόσμων κτ., εσύ που μας έκανες άξιους τιμής, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
κτεάτειρα: ἡ, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ κτεᾰτήρ), μεγάλων κόσμων κτ., σὺ ἡ καταστήσασα ἡμᾶς κατόχους..., Αἰσχύλ. Ἀγ. 356.
Middle Liddell
κτεάτειρα, ἡ, [as if from κτεᾰτήρ]
κόσμων κτ. thou that hast put us in possession of honours, Aesch.