κιγκλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kigklizo
|Transliteration C=kigklizo
|Beta Code=kigkli/zw
|Beta Code=kigkli/zw
|Definition=[[wag the tail]], as the bird [[κίγκλος]] does: metaph., [[change constantly]], οὐ χρὴ κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ' ἀτρεμίζειν <span class="bibl">Thgn. 303</span>.
|Definition=[[wag the tail]], as the bird [[κίγκλος]] does: metaph., [[change constantly]], οὐ χρὴ κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ' ἀτρεμίζειν Thgn. 303.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιγκλίζω Medium diacritics: κιγκλίζω Low diacritics: κιγκλίζω Capitals: ΚΙΓΚΛΙΖΩ
Transliteration A: kinklízō Transliteration B: kinklizō Transliteration C: kigklizo Beta Code: kigkli/zw

English (LSJ)

wag the tail, as the bird κίγκλος does: metaph., change constantly, οὐ χρὴ κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ' ἀτρεμίζειν Thgn. 303.

German (Pape)

[Seite 1436] oft schnell hin u. her bewegen, wie der Vogel κίγκλος den Schwanz schnell hin u. her bewegt; übertr., οὐ χρὴ κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον ἀλλ' ἀτρεμίζειν, τὸν δὲ κακὸν κινεῖν Theogn. 303, verändern.

French (Bailly abrégé)

remuer vivement les hanches, la queue ; fig. changer sans cesse.
Étymologie: κίγκλος.

Greek (Liddell-Scott)

κιγκλίζω: σείω τὴν οὐρὰν ὡς πτηνόν· ― μεταφορ., συνεχῶς μεταβάλλομαι, οὐ χρὴ κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ’ ἀτρεμίζειν Θέογν. 303· πρβλ. προσκιγκλίζω.

Greek Monolingual

(I)
κιγκλίζω (Α) κίγκλος
1. κουνώ, σαλεύω κάτι εδώ κι εκεί, κουνώ την ουρά σαν το πτηνό κίγκλος («κιγκλίζει
σαλεύει, μοχλεύει, κινεῖ», Ησύχ.)
2. μτφ. αλλάζω, μεταβάλλω συνεχώς («ού χρή κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ' ἀτρεμίζειν, τὸν δὲ κακὸν κινεῖν», Θέογν.).
(II)
κιγκλίζω (Μ) κιγκλίς
περιβάλλω, περιφράσσω με κιγκλίδωμα.

Greek Monotonic

κιγκλίζω: (κίγκλος), κουνώ την ουρά σαν πτηνό· μεταφ., αλλάζω συνεχώς, σε Θέογν.

Middle Liddell

κιγκλίζω, κίγκλος
to wag the tail:—metaph. to change constantly, Theogn.