πενθημιμερής: Difference between revisions
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=penthimimeris | |Transliteration C=penthimimeris | ||
|Beta Code=penqhmimerh/s | |Beta Code=penqhmimerh/s | ||
|Definition= | |Definition=πενθημιμερές, [[consisting of five halves]], i.e. [[of two and a half]]: in Prosody, <b class="b3">τομὴ π.</b> the caesura [[after two feet and a half]], as in Hexam. and Iamb. Trim., Aristid. Quint.1.25, etc.; <b class="b3">τὸ π.</b> (with or without [[μέτρον]]) [[the first two feet and a half]] of a verse, Quint.''Inst.''9.4.78, Heph. 7.3, al., Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''627. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0555.png Seite 555]] ές, aus fünf halben, d. i. aus | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0555.png Seite 555]] ές, aus fünf halben, d. i. aus 2½Teilen bestehend; τὸ πενθημιμερές, ''[[sc.]]'' [[μέρος]], od. ἡ [[πενθημιμερής]], ''[[sc.]]'' [[τομή]], der Teil eines Verses, der aus den ersten 2½ Füßen desselben besteht, bes. im Hexameter und im jambischen Trimeter, Gramm. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />de cinq moitiés, de deux entiers et demi ; <i>t. de gramm.</i> πενθημιμερὴς [[τομή]] césure penthémimère, après le deuxième pied, <i>particul. dans un hexamètre dactylique ou un trimètre iambique ; t. de gramm.</i> τὸ πενθημιμερές partie d'un vers comprenant les deux premiers pieds et demi.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], [[ἥμισυς]], [[πούς]]. | |btext=ής, ές :<br />de cinq moitiés, de deux entiers et demi ; <i>t. de gramm.</i> πενθημιμερὴς [[τομή]] césure penthémimère, après le deuxième pied, <i>particul. dans un hexamètre dactylique ou un trimètre iambique ; t. de gramm.</i> τὸ πενθημιμερές partie d'un vers comprenant les deux premiers pieds et demi.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], [[ἥμισυς]], [[πούς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πενθημῐμερής:''' состоящий из пяти половин, т. е. из двух с половиной частей: ἡ π. (''[[sc.]]'' [[τομή]]) стих. цезура в середине третьей стопы (гексаметра или ямбического триметра). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πενθημῐμερής:''' -ές, αυτός που αποτελείται από [[πέντε]] μισά μέρη, ή από δυόμιση· στην [[προσωδία]], τομὴ [[πενθημιμερής]], η [[τομή]] [[έπειτα]] από δύομιση πόδες, όπως στα εξάμετρα και τα ιαμβικά [[μέτρα]]. | |lsmtext='''πενθημῐμερής:''' -ές, αυτός που αποτελείται από [[πέντε]] μισά μέρη, ή από δυόμιση· στην [[προσωδία]], τομὴ [[πενθημιμερής]], η [[τομή]] [[έπειτα]] από δύομιση πόδες, όπως στα εξάμετρα και τα ιαμβικά [[μέτρα]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πενθ-ημῐ-μερής, ές<br />consisting of [[five]] halves, or two and a [[half]]:—in Prosody, τομὴ π. the [[caesura]] [[after]] two feet and a [[half]], as in hexam. and iamb. verses. | |mdlsjtxt=πενθ-ημῐ-μερής, ές<br />consisting of [[five]] halves, or two and a [[half]]:—in Prosody, τομὴ π. the [[caesura]] [[after]] two feet and a [[half]], as in hexam. and iamb. verses. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:40, 10 April 2024
English (LSJ)
πενθημιμερές, consisting of five halves, i.e. of two and a half: in Prosody, τομὴ π. the caesura after two feet and a half, as in Hexam. and Iamb. Trim., Aristid. Quint.1.25, etc.; τὸ π. (with or without μέτρον) the first two feet and a half of a verse, Quint.Inst.9.4.78, Heph. 7.3, al., Sch.Ar.Av.627.
German (Pape)
[Seite 555] ές, aus fünf halben, d. i. aus 2½Teilen bestehend; τὸ πενθημιμερές, sc. μέρος, od. ἡ πενθημιμερής, sc. τομή, der Teil eines Verses, der aus den ersten 2½ Füßen desselben besteht, bes. im Hexameter und im jambischen Trimeter, Gramm.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de cinq moitiés, de deux entiers et demi ; t. de gramm. πενθημιμερὴς τομή césure penthémimère, après le deuxième pied, particul. dans un hexamètre dactylique ou un trimètre iambique ; t. de gramm. τὸ πενθημιμερές partie d'un vers comprenant les deux premiers pieds et demi.
Étymologie: πέντε, ἥμισυς, πούς.
Russian (Dvoretsky)
πενθημῐμερής: состоящий из пяти половин, т. е. из двух с половиной частей: ἡ π. (sc. τομή) стих. цезура в середине третьей стопы (гексаметра или ямбического триметра).
Greek (Liddell-Scott)
πενθημῐμερής: -ές, ὁ συνιστάμενος ἐκ πέντε ἡμισέων μερῶν, δηλ. ἐκ 2 ½ μερῶν· ἐν τῇ προσῳδία τομὴ π., ἡ τομὴ ἡ μετὰ δύο πόδας καὶ ἥμισυν ὡς ἐν τοῖς ἑξαμ., καὶ τοῖς ἰαμβ. τριμ., Δράκων σ. 126, κτλ.· τὸ πενθημιμερές (μετὰ τῆς λέξεως μέτρον· ἢ ἄνευ αὐτῆς), οἱ πρῶτοι δύο πόδες καὶ ἥμισυς στίχου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 627, Quintil. 9. 4, 78.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
1. αυτός που αποτελείται από πέντε μισά, δηλ. δυόμισυ ολόκληρα μέρη
2. φρ. «τομή πενθημιμερής»
(μετρ.) τομή που τέμνει τον στίχο στο πέμπτο ημιπόδιο, δηλ. -υυ / -υυ / —
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πενθημιμερές
οι πρώτοι δυόμισυ πόδες του στίχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + ἡμιμερής.
Greek Monotonic
πενθημῐμερής: -ές, αυτός που αποτελείται από πέντε μισά μέρη, ή από δυόμιση· στην προσωδία, τομὴ πενθημιμερής, η τομή έπειτα από δύομιση πόδες, όπως στα εξάμετρα και τα ιαμβικά μέτρα.
Middle Liddell
πενθ-ημῐ-μερής, ές
consisting of five halves, or two and a half:—in Prosody, τομὴ π. the caesura after two feet and a half, as in hexam. and iamb. verses.