πολύμιτος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polymitos
|Transliteration C=polymitos
|Beta Code=polu/mitos
|Beta Code=polu/mitos
|Definition=ον, [[consisting of many threads]], <span class="bibl">Cratin.436</span>; <b class="b3">τὰ π</b>. [[damask stuffs]], [[in which several threads were taken for the woof]] in order to weave in patterns, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>8.196</span>; <b class="b3">πέπλοι π</b>. [[damask]] robes, <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>432</span> (lyr.); προσκεφάλαια <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span> 7033.37</span> (v A.D.).
|Definition=πολύμιτον, [[consisting of many threads]], Cratin.436; <b class="b3">τὰ π.</b> [[damask stuffs]], [[in which several threads were taken for the woof]] in order to weave in patterns, Plin.''HN''8.196; <b class="b3">πέπλοι π.</b> [[damask]] robes, A.''Supp.''432 (lyr.); προσκεφάλαια ''Sammelb.'' 7033.37 (v A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tissé de fils de diverses couleurs, tissu broché.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[μίτος]].
|btext=ος, ον :<br />[[tissé de fils de diverses couleurs]], [[tissu broché]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[μίτος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολύμιτος -ον &#91;[[πολύς]], [[μίτος]]] [[met veel draden]]:. π. πέπλοι fijngeweven gewaden Aeschl. Suppl. 432.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύμῐτος:''' [[пестротканный]], [[разноцветный]] (πέπλοι Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύμιτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για ύφασμα) κατασκευασμένος με πολλές διαφορετικές κλωστές, αυτός του οποίου το [[υφάδι]] έχει κλωστές με διαφορετικό [[χρώμα]] για την [[κατασκευή]] διακοσμητικών μοτίβων<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πολυμιτα</i><br />τα δαμασκηνά, υφάσματα με υφαντή [[διακόσμηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μίτος]] (<b>πρβλ.</b> [[λεπτό]]-<i>μιτος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύμιτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για ύφασμα) κατασκευασμένος με πολλές διαφορετικές κλωστές, αυτός του οποίου το [[υφάδι]] έχει κλωστές με διαφορετικό [[χρώμα]] για την [[κατασκευή]] διακοσμητικών μοτίβων<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πολυμιτα</i><br />τα δαμασκηνά, υφάσματα με υφαντή [[διακόσμηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μίτος]] ([[πρβλ]]. [[λεπτόμιτος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''πολύμῐτος:''' [[пестротканный]], [[разноцветный]] (πέπλοι Aesch.).
}}
{{elnl
|elnltext=πολύμιτος -ον [πολύς, μίτος] met veel draden:. π. πέπλοι fijngeweven gewaden Aeschl. Suppl. 432.
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύμῐτος Medium diacritics: πολύμιτος Low diacritics: πολύμιτος Capitals: ΠΟΛΥΜΙΤΟΣ
Transliteration A: polýmitos Transliteration B: polymitos Transliteration C: polymitos Beta Code: polu/mitos

English (LSJ)

πολύμιτον, consisting of many threads, Cratin.436; τὰ π. damask stuffs, in which several threads were taken for the woof in order to weave in patterns, Plin.HN8.196; πέπλοι π. damask robes, A.Supp.432 (lyr.); προσκεφάλαια Sammelb. 7033.37 (v A.D.).

German (Pape)

[Seite 666] vielfädig, πέπλοι, Aesch. Suppl. 427, buntgewebte ägyptische Kleider; denn τὰ πολύμιτα sind Zeuge, bei denen zum Einschlag mehrere Fäden genommen wurden, um Blumen u. andere Figuren einzuweben, wie bei Damast; das lat. polymita und plumatica.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tissé de fils de diverses couleurs, tissu broché.
Étymologie: πολύς, μίτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύμιτος -ον [πολύς, μίτος] met veel draden:. π. πέπλοι fijngeweven gewaden Aeschl. Suppl. 432.

Russian (Dvoretsky)

πολύμῐτος: пестротканный, разноцветный (πέπλοι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύμῐτος: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν μίτων (νημάτων) συνιστάμενος, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 115· τὰ πολύμιτα, ὑφάσματα ὡς τὰ νῦν δαμασκηνὰ διὰ πολλῶν μίτων ὑφαινόμενα, Λατ. polymita, Πλίν. 8. 74· πέπλοι πολύμιτοι, τοιαῦτα Αἰγύπτια ὑφάσματα, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 432. ― ἡ τέχνη τοῦ ὑφαίνειν τὰ τοιαῦτα ὑφάσματα ἐκαλεῖτο πολυμιτικὴ ἢ πολυμιταρική, Σουΐδ., Ἡσύχ. ἐν λ. ποικιλτική.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύμιτος, -ον, ΝΜΑ
1. (για ύφασμα) κατασκευασμένος με πολλές διαφορετικές κλωστές, αυτός του οποίου το υφάδι έχει κλωστές με διαφορετικό χρώμα για την κατασκευή διακοσμητικών μοτίβων
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πολυμιτα
τα δαμασκηνά, υφάσματα με υφαντή διακόσμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μίτος (πρβλ. λεπτόμιτος)].