στάδην: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stadin
|Transliteration C=stadin
|Beta Code=sta/dhn
|Beta Code=sta/dhn
|Definition=Adv., (ἵστημι) [[in standing posture]], <b class="b3">σ. ἑστῶτες</b> standing [[stock-still]], <span class="bibl">Pl.Com.130</span>; cf. [[στήδην]].
|Definition=Adv., ([[ἵστημι]]) [[in standing posture]], <b class="b3">σ. ἑστῶτες</b> standing [[stock-still]], Pl.Com.130; cf. [[στήδην]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en se tenant debout;<br /><b>2</b> selon le poids.<br />'''Étymologie:''' v. [[ἵστημι]].
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> [[en se tenant debout]];<br /><b>2</b> [[selon le poids]].<br />'''Étymologie:''' v. [[ἵστημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε όρθια [[στάση]] («[[στάδην]] ἑστῶτες ὠρύονται» — στέκονται όρθιοι και ωρύονται, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> με το [[ζύγι]], ανάλογα με το [[βάρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στă</i>- του [[ἵστημι]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στάγ</i>-<i>δην</i>)].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε όρθια [[στάση]] («[[στάδην]] ἑστῶτες ὠρύονται» — στέκονται όρθιοι και ωρύονται, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> με το [[ζύγι]], ανάλογα με το [[βάρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στă</i>- του [[ἵστημι]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> ([[πρβλ]]. [[στάγδην]])].
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=See also: s. [[στάδιος]]
|etymtx=See also: s. [[στάδιος]]
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰδην Medium diacritics: στάδην Low diacritics: στάδην Capitals: ΣΤΑΔΗΝ
Transliteration A: stádēn Transliteration B: stadēn Transliteration C: stadin Beta Code: sta/dhn

English (LSJ)

Adv., (ἵστημι) in standing posture, σ. ἑστῶτες standing stock-still, Pl.Com.130; cf. στήδην.

German (Pape)

[Seite 926] adv., stehend, grade feststehend? – Nach dem Gewichte, Nic. Al. 327.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en se tenant debout;
2 selon le poids.
Étymologie: v. ἵστημι.

Greek (Liddell-Scott)

στάδην: [ᾰ], Ἐπίρρ. (ἵστημι) ἱστάμενος, ὄρθιος, στάδην ἑστῶτες, ἱστάμενοι ὄρθιοι καὶ ἀκίνητοι, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Σκευ.»1. ΙΙ. (ἵστημι: Α. IV) = κατὰ τὸ βάρος, ἀνάλογος τοῦ βάρους, Νικ. Ἀλεξιφ. 327˙ πρβλ. στήδην.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. σε όρθια στάσηστάδην ἑστῶτες ὠρύονται» — στέκονται όρθιοι και ωρύονται, Πλάτ.)
2. με το ζύγι, ανάλογα με το βάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă- του ἵστημι + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. στάγδην)].

Frisk Etymological English

See also: s. στάδιος