ἀκμόθετον: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (elru replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />l'établi de l'enclume.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκμων]]², [[τίθημι]]. | |btext=ου (τό) :<br />[[l'établi de l'enclume]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄκμων]]², [[τίθημι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκμόθετον:''' τό подставка (плаха) для наковальни Hom. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκμόθετον:''' τό ([[ἄκμων]], τί-θημι), το [[ξύλο]] πάνω στο οποίο τοποθετείται το [[αμόνι]], άκμονας, σε Όμηρ. | |lsmtext='''ἀκμόθετον:''' τό ([[ἄκμων]], τί-θημι), το [[ξύλο]] πάνω στο οποίο τοποθετείται το [[αμόνι]], άκμονας, σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἄκμων]], [[τίθημι]]<br />the [[anvil]]-[[block]], [[smithy]] Hom. | |mdlsjtxt=[[ἄκμων]], [[τίθημι]]<br />the [[anvil]]-[[block]], [[smithy]] Hom. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:10, 21 March 2024
English (LSJ)
τό, = ἀκμοθέτης (anvil-block), Il. 18.410, Od. 8.274.
German (Pape)
[Seite 75] τό, das Untergestell des Amboses, Hom. dreimal, Iliad. 18, 410. 476 Od. 8, 274.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
l'établi de l'enclume.
Étymologie: ἄκμων², τίθημι.
Russian (Dvoretsky)
ἀκμόθετον: τό подставка (плаха) для наковальни Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκμόθετον: τό, (τίθημι) ὁ τόπος (ἢ τὸ ξύλον), ἐφ’ οὗ τίθεται ὁ ἄκμων (ἀμόνι), Ἰλ. Σ. 410, Ὀδ. Θ. 274.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἀκμόθετον, το και ἀκμοθέτης, ο (Α)
η ξύλινη βάση όπου τοποθετείται το αμόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκμων + -θετὸς < τίθημι.
Greek Monotonic
ἀκμόθετον: τό (ἄκμων, τί-θημι), το ξύλο πάνω στο οποίο τοποθετείται το αμόνι, άκμονας, σε Όμηρ.