ἀστραγαλωτός: Difference between revisions
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=astragalotos | |Transliteration C=astragalotos | ||
|Beta Code=a)stragalwto/s | |Beta Code=a)stragalwto/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀστραγαλωτή, ἀστραγαλωτόν,<br><span class="bld">A</span> made of [[ἀστράγαλος|ἀστράγαλοι]], [[μάστιξ]] Crates Com.35, Plu.2.1127c; [[ἱμάς]] Posidon.9.<br><span class="bld">II</span> [[ἀστραγαλωτή]], ἡ, name of a [[plant]], Philum. Ven.7.11; dub.in Harp.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).150.26.<br><span class="bld">2</span> (''[[sc.]]'' [[στυπτηρία]]) a kind of [[alum]], Gal.12.237. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />garni d'osselets.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστράγαλος]]. | |btext=ή, όν :<br />[[garni d'osselets]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀστράγαλος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀστρᾰγᾰλωτός:''' [[с вплетенными внутрь бабками]] ([[μάστιξ]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀστραγαλωτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> «ἀστραγαλωτὴ [[μάστιξ]]», ή «ἀστραγαλωτὴ [[ἱμάς]]» — [[μαστίγιο]] στο οποίο έχουν προσδεθεί αστράγαλοι, κότσια<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] φυτού<br /><b>3.</b> «αστραγαλωτή [[στυπτηρία]]» — [[είδος]] στύψης (Γαληνός)<br /><b>4.</b> «[[ἀστραγαλωτός]] [[χιτών]]» — αυτός που φθάνει [[μέχρι]] τους αστραγάλους, [[μακρύς]]. | |mltxt=[[ἀστραγαλωτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> «ἀστραγαλωτὴ [[μάστιξ]]», ή «ἀστραγαλωτὴ [[ἱμάς]]» — [[μαστίγιο]] στο οποίο έχουν προσδεθεί αστράγαλοι, κότσια<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] φυτού<br /><b>3.</b> «αστραγαλωτή [[στυπτηρία]]» — [[είδος]] στύψης (Γαληνός)<br /><b>4.</b> «[[ἀστραγαλωτός]] [[χιτών]]» — αυτός που φθάνει [[μέχρι]] τους αστραγάλους, [[μακρύς]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:11, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀστραγαλωτή, ἀστραγαλωτόν,
A made of ἀστράγαλοι, μάστιξ Crates Com.35, Plu.2.1127c; ἱμάς Posidon.9.
II ἀστραγαλωτή, ἡ, name of a plant, Philum. Ven.7.11; dub.in Harp.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).150.26.
2 (sc. στυπτηρία) a kind of alum, Gal.12.237.
Spanish (DGE)
(ἀστρᾰγᾰλωτός) -ή, -όν
I 1hecho con huesos de taba μάστιξ Crates Com.40, Plu.2.1127c, ἱμάς Posidon.57.
2 talar, que llega a los tobillos χιτών Thdt.Qu.in 2Re.28 (p.92).
II subst. ἀστραγαλωτή, ἡ
1 bot. n. de una planta Philum.Ven.7.11, Harp.Astr. en Cat.Cod.Astr.8(3).150.26.
2 cierta clase de alumbre Gal.12.237.
German (Pape)
[Seite 377] von Knöcheln, ἱμᾶσιν ἀστραγαλωτοῖς μαστιγοῦσθαι Parthon bei Ath. IV, 153 a, mit Knöcheln durchflochtene Knute, vgl. πολυαστράγαλος. So ἡ ἀστραγαλωτὴ μάστιξ Crates Poll. 10, 54; ohne μάστιξ, dieselbe Knute, Plut. adv. Col. 33 extr., Strafinstrument der Gallier. Vgl. ἀστράγαλος 2).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
garni d'osselets.
Étymologie: ἀστράγαλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀστρᾰγᾰλωτός: с вплетенными внутрь бабками (μάστιξ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρᾰγᾰλωτός: -ή, -όν, κατεσκευασμένος ἐξ ἀστραγάλων, ἴδε ἐν λ. ἀστράγαλος IV.
Greek Monolingual
ἀστραγαλωτός, -ή, -όν (Α)
1. «ἀστραγαλωτὴ μάστιξ», ή «ἀστραγαλωτὴ ἱμάς» — μαστίγιο στο οποίο έχουν προσδεθεί αστράγαλοι, κότσια
2. ονομασία φυτού
3. «αστραγαλωτή στυπτηρία» — είδος στύψης (Γαληνός)
4. «ἀστραγαλωτός χιτών» — αυτός που φθάνει μέχρι τους αστραγάλους, μακρύς.