ἱερόχθων: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui appartient à une terre sacrée.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[χθών]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />[[qui appartient à une terre sacrée]].<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[χθών]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱερόχθων:''' ονος adj. принадлежащий к священной земле, т. е. священный ([[βῶλος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱερόχθων:''' ποιητ. ἱρ-, ὁ, ἡ, αυτός που προέρχεται από την [[ιερή]] γη, [[έδαφος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἱερόχθων:''' ποιητ. ἱρ-, ὁ, ἡ, αυτός που προέρχεται από την [[ιερή]] γη, [[έδαφος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱερόχθων:''' ονος adj. принадлежащий к священной земле, т. е. священный ([[βῶλος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=of [[hallowed]] [[soil]], Anth.
|mdlsjtxt=of [[hallowed]] [[soil]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερόχθων Medium diacritics: ἱερόχθων Low diacritics: ιερόχθων Capitals: ΙΕΡΟΧΘΩΝ
Transliteration A: hieróchthōn Transliteration B: hierochthōn Transliteration C: ierochthon Beta Code: i(ero/xqwn

English (LSJ)

poet. ἱρόχθων, ὁ, ἡ, gen. ονος, of hallowed soil, of sacred earth, βῶλος IG14.1389ii27.

German (Pape)

[Seite 1243] ονος, βῶλος, eine Scholle von heiliger Erde, Herod. Attic. in der Anth. (App. 50, 27).

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui appartient à une terre sacrée.
Étymologie: ἱερός, χθών.

Russian (Dvoretsky)

ἱερόχθων: ονος adj. принадлежащий к священной земле, т. е. священный (βῶλος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱερόχθων: ποιητ. ἱρ-, ὁ, ἡ, ὁ ἐξ ἱερᾶς γῆς, οὐ θέμις ἀμφὶ νέκυσσι βαλεῖν ἱερόχθονα βῶλον Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 27.

Greek Monolingual

ἱερόχθων και ποιητ. τ. ἱρόχθων, ὁ, ἡ (Α)
επιγρ. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από ιερή γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -χθων (< χθων, χθονός), πρβλ. αυτόχθων, ιππόχθων].

Greek Monotonic

ἱερόχθων: ποιητ. ἱρ-, ὁ, ἡ, αυτός που προέρχεται από την ιερή γη, έδαφος, σε Ανθ.

Middle Liddell

of hallowed soil, Anth.