ὑπόροφος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yporofos
|Transliteration C=yporofos
|Beta Code=u(po/rofos
|Beta Code=u(po/rofos
|Definition=ον, (from [[ὄροφος]], reed) <b class="b3">ὑ. βοά</b> [[the soft]] note [[of the pipe]], <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>147</span> (lyr.).
|Definition=ὑπόροφον, (from [[ὄροφος]], reed) <b class="b3">ὑ. βοά</b> [[the soft]] note [[of the pipe]], [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''147 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ὑπώροφος]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ὑπώροφος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόροφος:''' издаваемый тростником, по по друг. - приглушенный ([[βοά]] Eur.). - см. тж. [[ὑπώροφος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόροφος:''' -ον ([[ὄροφος]], [[καλάμι]]), [[ὑπόροφος]] [[βοά]], ο [[μαλακός]] [[ήχος]] του αυλού, σε Ευρ.
|lsmtext='''ὑπόροφος:''' -ον ([[ὄροφος]], [[καλάμι]]), [[ὑπόροφος]] [[βοά]], ο [[μαλακός]] [[ήχος]] του αυλού, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόροφος:''' издаваемый тростником, по по друг. - приглушенный ([[βοά]] Eur.). - см. тж. [[ὑπώροφος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπ-όροφος, ον, [[ὄροφος]] (a [[reed]])]<br />ὑπ. βοά the [[soft]] [[note]] of the [[pipe]], Eur.
|mdlsjtxt=ὑπ-όροφος, ον, [[ὄροφος]] (a [[reed]])]<br />ὑπ. βοά the [[soft]] [[note]] of the [[pipe]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 20:37, 22 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόροφος Medium diacritics: ὑπόροφος Low diacritics: υπόροφος Capitals: ΥΠΟΡΟΦΟΣ
Transliteration A: hypórophos Transliteration B: hyporophos Transliteration C: yporofos Beta Code: u(po/rofos

English (LSJ)

ὑπόροφον, (from ὄροφος, reed) ὑ. βοά the soft note of the pipe, E.Or.147 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1230] = ὑπώροφος. Aber βοά Eur. Or. 147 ist die sanft aus dem Rohr ertönende Stimme.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ὑπώροφος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόροφος: издаваемый тростником, по по друг. - приглушенный (βοά Eur.). - см. тж. ὑπώροφος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόροφος: καὶ ὑπορόφιος, ἴδε ἐν λ. ὑπώρ-· ἀλλὰ ΙΙ. (ἐκ τοῦ ὄροφος, κάλαμος), ὑπ. βοά, ὁ μαλακὸς ἦχος τοῦ αὐλοῦ, Εὐρ. Ὀρ. 147, ἴδε Pors.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόροφος, -ον, ΝΜΑ
(δ. γρφ.) υπώροφος
νεοελλ.
φρ. «υπόροφη βλάστηση» ή, απλώς, «ο υπόροφος»
οικολ. το σύνολο τών δέντρων και τών θάμνων που φύονται κάτω από την κομοστέγη τών δέντρων και συγκροτούν τον κύριο πληθυσμό ενός δάσους
αρχ.
φρ. «ὑπόροφος βοή» — ο απαλός ήχος του αυλού.

Greek Monotonic

ὑπόροφος: -ον (ὄροφος, καλάμι), ὑπόροφος βοά, ο μαλακός ήχος του αυλού, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὑπ-όροφος, ον, ὄροφος (a reed)]
ὑπ. βοά the soft note of the pipe, Eur.