ῥίζωμα: Difference between revisions
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rizoma | |Transliteration C=rizoma | ||
|Beta Code=r(i/zwma | |Beta Code=r(i/zwma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[the mass of roots]] of a tree, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 3.3.4.<br><span class="bld">II</span> [[element]], τέσσαρα μὲν πάντων ῥιζώματα πρῶτον ἄκουε Emp.6.1; <b class="b3">ἀενάου φύσεως ῥ.</b> Pythag.15.<br><span class="bld">2</span> [[stem]], [[race]], A.''Th.''413; <b class="b3">θείων δ' ἀπ' ἀμφοῖν ἔκγονον ῥιζωμάτων</b>, i.e. on the side of both parents, Theodect.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />fondement, principe, élément ; souche, race.<br />'''Étymologie:''' [[ῥιζόω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />fondement, principe, élément ; souche, race.<br />'''Étymologie:''' [[ῥιζόω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥίζωμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[корень]], [[основа]], [[стихия]]: [[τέσσαρα]] τῶν πάντων ῥιζώματα Emped. четыре стихии вселенной;<br /><b class="num">2</b> [[племя]], [[род]], [[отпрыск]]: σπαρτῶν ἀπ᾽ [[ἀνδρῶν]] ῥ. Aesch. отпрыск посеянных мужей (см. [[Σπαρτός]]), т. е. фиванец. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥίζωμα:''' -ατος, τό, [[σύνολο]] ριζών δέντρου· μεταφ., [[ρίζα]], [[γένος]], [[καταγωγή]], [[γενιά]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ῥίζωμα:''' -ατος, τό, [[σύνολο]] ριζών δέντρου· μεταφ., [[ρίζα]], [[γένος]], [[καταγωγή]], [[γενιά]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 36: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[family]], [[offspring]], [[race]], [[family line]] | |woodrun=[[family]], [[offspring]], [[race]], [[family line]] | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=τό [[raíz]] prob. el elemento primero del que todo nace σὲ ἐπικαλοῦμαι, προπάτωρ, καὶ δέομαι σου, ... ὁ τὸ ῥ. διακατέχων <b class="b3">te invoco a ti, primer padre, y te suplico a ti, el que sujeta firmemente la raíz</b> P I 205 P IV 1189 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A the mass of roots of a tree, Thphr. CP 3.3.4.
II element, τέσσαρα μὲν πάντων ῥιζώματα πρῶτον ἄκουε Emp.6.1; ἀενάου φύσεως ῥ. Pythag.15.
2 stem, race, A.Th.413; θείων δ' ἀπ' ἀμφοῖν ἔκγονον ῥιζωμάτων, i.e. on the side of both parents, Theodect.3.
German (Pape)
[Seite 843] τό, 1) das Eingewurzelte, Theophr. – 2) = ῥίζα, Wurzel, Stamm, Geschlecht; σπαρτῶν δ' ἀπ' ἀνδρῶν ῥίζωμ' ἀνεῖται, Aesch. Spt. 395; ῥιζώματα πάντων τέσσαρα, Empedocl. 26, die vier Elemente, wie ein anderer Dichter bei Plut. de plac.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
fondement, principe, élément ; souche, race.
Étymologie: ῥιζόω.
Russian (Dvoretsky)
ῥίζωμα: ατος τό
1 корень, основа, стихия: τέσσαρα τῶν πάντων ῥιζώματα Emped. четыре стихии вселенной;
2 племя, род, отпрыск: σπαρτῶν ἀπ᾽ ἀνδρῶν ῥ. Aesch. отпрыск посеянных мужей (см. Σπαρτός), т. е. фиванец.
Greek (Liddell-Scott)
ῥίζωμα: τό, (ῥιζόω) τὸ σύνολον τῶν ῥιζῶν δένδρου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 3, 4. ΙΙ. ῥιζώματα = στοιχεῖα, τέσσαρα μὲν πάντων ῥιζώματα πρῶτον ἄκουε Ἐμπεδ. 59, πρβλ. 159· ἀενάου φύσεως ῥ. Πυθαγ. παρὰ Πλουτ. 2. 877Α. 2) ἡ ῥίζα, τὸ γένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 413· θείων δ’ ἀπ’ ἀμφοῖν ἔκγονον ῥιζωμάτων, δηλ. πρός τε πατρὸς καὶ πρὸς μητρός, ἐκ μέρους ἀμφοτέρων τῶν γονέων, Θεοδέκτης ἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 6, 7.
Spanish
Greek Monolingual
το / ῥίζωμα, ΝΜΑ
το σύνολο τών ριζών δέντρου ή θάμνου
νεοελλ.-μσν.
το να ριζώνει, να στερεώνεται κάτι με ρίζες στη γή, το ριζοβόλημα
νεοελλ.
βοτ. τύπος μεταμορφωμένου υπόγειου βλαστού, ο οποίος αναπτύσσεται οριζόντια και με τις διακλαδώσεις του δρα ως παράγοντας αγενούς αναπαραγωγής
μσν.-αρχ.
αρχικό στοιχείο (α. [για «τὸ πῡρ, τὸν αἰθέρα, τὴν γῆν καὶ τὸ ὕδωρ] τέσσαρα μὲν πάντων ῥιζώματα πρῶτον ἄκουε», Εμπεδ.
β. «...ἀπεράντου εἶναι δύναμιν, ταύτην ῥίζωμα τῶν ὅλων εἶναι», Ιππόλ.)
αρχ.
μτφ. γενιά, καταγωγή («ῥίζωμ' ἀνεῖται, κάρτα δ' ἐστ' ἐγχώριος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥιζῶ / -ώνω. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. rhizome].
Greek Monotonic
ῥίζωμα: -ατος, τό, σύνολο ριζών δέντρου· μεταφ., ρίζα, γένος, καταγωγή, γενιά, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ῥίζωμα, ατος, τό, [from ῥιζόω
a root: metaph. a stem, race Aesch.
English (Woodhouse)
family, offspring, race, family line
Léxico de magia
τό raíz prob. el elemento primero del que todo nace σὲ ἐπικαλοῦμαι, προπάτωρ, καὶ δέομαι σου, ... ὁ τὸ ῥ. διακατέχων te invoco a ti, primer padre, y te suplico a ti, el que sujeta firmemente la raíz P I 205 P IV 1189