καταπακτός: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katapaktos
|Transliteration C=katapaktos
|Beta Code=katapakto/s
|Beta Code=katapakto/s
|Definition=ή, όν, (καταπήγνυμι) only in the phrase <b class="b3">καταπακτὴ θύρα</b>, a door [[shutting downwards]], [[trap]]-door, <span class="bibl">Hdt.5.16</span>. [Cf. [[πακτός]], [[πακτόω]] (ἐμ-, ἐπι-), with ᾰ by nature.]
|Definition=καταπακτή, καταπακτόν, ([[καταπήγνυμι]]) only in the phrase <b class="b3">καταπακτὴ θύρα</b>, a door [[shutting downwards]], [[trap]]-door, [[Herodotus|Hdt.]]5.16. [Cf. [[πακτός]], [[πακτόω]] (ἐμ-, ἐπι-), with ᾰ by nature.]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καταπακτός --όν [κατά, πήγνυμι] κ. θύρη valdeur.
|elnltext=καταπακτός -ή -όν &#91;[[κατά]], [[πήγνυμι]]] κ. θύρη valdeur.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπακτός Medium diacritics: καταπακτός Low diacritics: καταπακτός Capitals: ΚΑΤΑΠΑΚΤΟΣ
Transliteration A: katapaktós Transliteration B: katapaktos Transliteration C: katapaktos Beta Code: katapakto/s

English (LSJ)

καταπακτή, καταπακτόν, (καταπήγνυμι) only in the phrase καταπακτὴ θύρα, a door shutting downwards, trap-door, Hdt.5.16. [Cf. πακτός, πακτόω (ἐμ-, ἐπι-), with ᾰ by nature.]

German (Pape)

[Seite 1367] ή, όν, adj. verb. zu καταπήγνυμι, unten eingefügt, θύρα, eine unten eingefügte Fallthür, Her. 5, 16.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπακτός -ή -όν [κατά, πήγνυμι] κ. θύρη valdeur.

Russian (Dvoretsky)

καταπακτός: опускающийся вниз: καταπακτὴ (v.l. καταρρακτὴ) θύρα Her. опускная дверь.

Greek Monotonic

καταπακτός: -ή, -όν (καταπήγνυμι), αυτός που κλείνει προς τα κάτω, καταπακτὴ θύρα, καταπακτή, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταπακτός: -ή, -όν, (καταπήγνυμι), εὑρισκόμενον μόνον ἐν τῇ φράσει καταπακτὴ θύρα, κλείουσα πρὸς τὰ κάτω, «κλαβανή», θύρη κ. διὰ τῶν ἰκρίων κάτω φέρουσα ἐς τὴν λίμνην…, ὅταν τὴν κ. θύρην ἀνακλίνῃ Ἡρόδ. 5, 16· ἀλλ’ ὁ Ἰων. τύπος θὰ ἦτο καταπηκτὴ καὶ ἴσως δικαίως ὁ Reiske διώρθωσε καταρρακτή, ὁ δὲ Brunck νομίζει τὴν καταπακτὴν θ. ὅτι εἶναι αἱ ὁμηρικαὶ θύραι πυκιναὶ καὶ πύλαι εὖ ἀραρυῖαι.

Middle Liddell

καταπακτός, ή, όν καταπήγνυμι
shutting downwards, καταπακτὴ θύρα a trap-door, Hdt.