Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πεντάστομος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pentastomos
|Transliteration C=pentastomos
|Beta Code=penta/stomos
|Beta Code=penta/stomos
|Definition=ον, [[with five mouths]] or [[openings]], of the Nile, <span class="bibl">Hdt.2.10</span>; of the Ister, <span class="bibl">Id.4.47</span>; of the Rhone, <span class="bibl">Str.4.1.8</span>.
|Definition=πεντάστομον, [[with five mouths]] or [[openings]], of the Nile, [[Herodotus|Hdt.]]2.10; of the Ister, Id.4.47; of the Rhone, Str.4.1.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πεντάστομος -ον [πεντα-, στόμα] met vijf mondingen.
|elnltext=πεντάστομος -ον [πεντα-, στόμα] [[met vijf mondingen]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πεντάστομος]], -ον ΝΑ<br />([[ιδίως]] για ποταμούς) αυτός που έχει [[πέντε]] στόμια, [[δηλαδή]] [[πέντε]] εκβολές («τοῦ Νείλου, ἐόντος πενταστόμου», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>στομος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πεντάστομος]], -ον ΝΑ<br />([[ιδίως]] για ποταμούς) αυτός που έχει [[πέντε]] στόμια, [[δηλαδή]] [[πέντε]] εκβολές («τοῦ Νείλου, ἐόντος πενταστόμου», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. [[δίστομος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντάστομος Medium diacritics: πεντάστομος Low diacritics: πεντάστομος Capitals: ΠΕΝΤΑΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: pentástomos Transliteration B: pentastomos Transliteration C: pentastomos Beta Code: penta/stomos

English (LSJ)

πεντάστομον, with five mouths or openings, of the Nile, Hdt.2.10; of the Ister, Id.4.47; of the Rhone, Str.4.1.8.

German (Pape)

[Seite 557] fünfmündig; Her. 2, 10. 4, 47; ποταμός, Pol. 34, 10, 5; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cinq bouches ou embouchures.
Étymologie: πέντε, στόμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεντάστομος -ον [πεντα-, στόμα] met vijf mondingen.

Russian (Dvoretsky)

πεντάστομος: с пятью устьями (ποταμός Her., Polyb.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντάστομος, -ον ΝΑ
(ιδίως για ποταμούς) αυτός που έχει πέντε στόμια, δηλαδή πέντε εκβολές («τοῦ Νείλου, ἐόντος πενταστόμου», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -στομος (< στόμα), πρβλ. δίστομος].

Greek Monotonic

πεντάστομος: -ον (στόμα), αυτός που έχει πέντε στόματα ή ανοίγματα, λέγεται για ποτάμια, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάστομος: -ον, ὁ ἔχων πέντε στόματα ἢ ἐκβολάς, ἐπὶ τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 2. 10· ἐπὶ τοῦ Ἴστρου, 4. 47.

Middle Liddell

πεντά-στομος, ον, στόμα
with five mouths or openings, of rivers, Hdt.