δειπνητής: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=deipnitis | |Transliteration C=deipnitis | ||
|Beta Code=deipnhth/s | |Beta Code=deipnhth/s | ||
|Definition= | |Definition=δειπνητοῦ, ὁ, [[diner]], [[guest]], Plb.3.57.7. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[comensal]] (τινες) ἀγνοοῦσι παραπλήσιόν τι πάσχοντες τοῖς λίχνοις τῶν δειπνητῶν Plb.3.57.7 (pero quizá gen. plu. de [[δειπνητός]] 2), δ. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[comensal]] (τινες) ἀγνοοῦσι παραπλήσιόν τι πάσχοντες τοῖς λίχνοις τῶν δειπνητῶν Plb.3.57.7 (pero quizá gen. plu. de [[δειπνητός]] 2), δ.· cenator</i>, <i>Gloss</i>.2.267. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:23, 25 August 2023
English (LSJ)
δειπνητοῦ, ὁ, diner, guest, Plb.3.57.7.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
comensal (τινες) ἀγνοοῦσι παραπλήσιόν τι πάσχοντες τοῖς λίχνοις τῶν δειπνητῶν Plb.3.57.7 (pero quizá gen. plu. de δειπνητός 2), δ.· cenator, Gloss.2.267.
German (Pape)
[Seite 540] ὁ, der Speisende, Gast, Pol. 3, 57, 7.
Russian (Dvoretsky)
δειπνητής: οῦ ὁ сотрапезник Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
δειπνητής: -οῦ, ὁ, ὁ δειπνῶν, συνδαιτυμών, σύνδειπνος, ὁμοτράπεζος, Πολύβ. 3. 57, 7.
Greek Monolingual
δειπνητής, ο (Α) δειπνώ
1. αυτός που παραθέτει δείπνο
2. ο καλεσμένος σε δείπνο.