πολυγάλακτος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=πολῠγάλακτος
|Full diacritics=πολῠγᾰ́λακτος
|Medium diacritics=πολυγάλακτος
|Medium diacritics=πολυγάλακτος
|Low diacritics=πολυγάλακτος
|Low diacritics=πολυγάλακτος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polygalaktos
|Transliteration C=polygalaktos
|Beta Code=poluga/laktos
|Beta Code=poluga/laktos
|Definition=[γᾰ], ον, [[with much milk]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>688b3</span>: poet. Sup. πουλυγαλακτοτάτη <span class="title">AP</span>9.224. (Crin.).
|Definition=[γᾰ], ον, [[with much milk]], [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''688b3: ''poet.'' Sup. πουλυγαλακτοτάτη ''AP''9.224. (Crin.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0660.png Seite 660]] mit vieler Milch, milchreich; Arist. part. an. 4, 10; Crinag. 26 (IV, 224) in poet. Form πουλυγαλακτοτάτην.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0660.png Seite 660]] [[mit vieler Milch]], [[milchreich]]; Arist. part. an. 4, 10; Crinag. 26 (IV, 224) in poet. Form πουλυγαλακτοτάτην.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au lait abondant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[γάλα]].
|btext=ος, ον :<br />[[au lait abondant]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[γάλα]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολυγάλακτος:''' ион. πουλυγάλακτος 2 (γᾰ) имеющий много молока, набухший молоком (sc. οἱ μαστοί Arst.; [[αἴξ]] Anth.).
|elrutext='''πολυγάλακτος:''' ион. [[πουλυγάλακτος]] 2 (γᾰ) [[имеющий много молока]], [[набухший молоком]] (''[[sc.]]'' οἱ μαστοί Arst.; [[αἴξ]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυγάλακτος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει πολύ [[γάλα]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που αποδίδει, που παράγει άφθονο [[γάλα]] («πολυγάλακτον [[ζῷον]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γάλακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γάλα]], -<i>ακτος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ομο</i>-<i>γάλακτος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολυγάλακτος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει πολύ [[γάλα]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που αποδίδει, που παράγει άφθονο [[γάλα]] («πολυγάλακτον [[ζῷον]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γάλακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γάλα]], -<i>ακτος</i>), [[πρβλ]]. [[ομογάλακτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 11:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγᾰ́λακτος Medium diacritics: πολυγάλακτος Low diacritics: πολυγάλακτος Capitals: ΠΟΛΥΓΑΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: polygálaktos Transliteration B: polygalaktos Transliteration C: polygalaktos Beta Code: poluga/laktos

English (LSJ)

[γᾰ], ον, with much milk, Arist.PA688b3: poet. Sup. πουλυγαλακτοτάτη AP9.224. (Crin.).

German (Pape)

[Seite 660] mit vieler Milch, milchreich; Arist. part. an. 4, 10; Crinag. 26 (IV, 224) in poet. Form πουλυγαλακτοτάτην.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au lait abondant.
Étymologie: πολύς, γάλα.

Russian (Dvoretsky)

πολυγάλακτος: ион. πουλυγάλακτος 2 (γᾰ) имеющий много молока, набухший молоком (sc. οἱ μαστοί Arst.; αἴξ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυγάλακτος: -ον, ὁ ἔχων πολὺ γάλα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 37· ποιητ. ὑπερθ. πολυγαλακτοτάτη Ἀνθ. Π. 9. 224.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυγάλακτος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που περιέχει πολύ γάλα
2. (για ζώα) αυτός που αποδίδει, που παράγει άφθονο γάλα («πολυγάλακτον ζῷον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γάλακτος (< γάλα, -ακτος), πρβλ. ομογάλακτος].

Greek Monotonic

πολυγάλακτος: -ον, αυτός που έχει πολύ γάλα· ποιητ. υπερθ. πουλυγαλακτοτάτη, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολυ-γάλακτος, ον,
with much milk; poet. Sup. πουλυγαλακτοτάτη Anth.