ἐλάτινος: Difference between revisions
Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=elatinos | |Transliteration C=elatinos | ||
|Beta Code=e)la/tinos | |Beta Code=e)la/tinos | ||
|Definition=[ᾰ], ἐλάτινη, ἐλάτινον, also ἐλάτινος, ον | |Definition=[ᾰ], ἐλάτινη, ἐλάτινον, also [[ἐλάτινος]], ον Anaxil.22.17: Ep. [[εἰλάτινος]], η, ον, as also E.''Hel.''1461 (lyr.), ''Hec.''632 (lyr.):—<br><span class="bld">A</span> [[of the fir]], <b class="b3">ὄζοι εἰλάτινοι</b> Il.14.289, cf. E.''Ba.''1070; <b class="b3">ὕλαν... εἰλατίναν</b> Id.''Hec.''632; ([[ῥητίνη]]) [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.2.2; ξύλα ''SIG''135.11 (Olynthus, iv B.C.).<br><span class="bld">2</span> [[made of fir]] or [[made of pinewood]], <b class="b3">ἱστὸς εἰλάτινος</b> Od.2.424; πλάται E.''Hel.''1461, cf. Anaxil.l.c.<br><span class="bld">II</span> [[of the date inflorescence]], ἔλαιον Dsc.1.44. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> de sapin;<br /><b>2</b> fait en bois de sapin.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλάτη]]. | |btext=η, ον :<br /><b>1</b> [[de sapin]];<br /><b>2</b> [[fait en bois de sapin]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐλάτη]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:19, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ἐλάτινη, ἐλάτινον, also ἐλάτινος, ον Anaxil.22.17: Ep. εἰλάτινος, η, ον, as also E.Hel.1461 (lyr.), Hec.632 (lyr.):—
A of the fir, ὄζοι εἰλάτινοι Il.14.289, cf. E.Ba.1070; ὕλαν... εἰλατίναν Id.Hec.632; (ῥητίνη) Thphr. HP 9.2.2; ξύλα SIG135.11 (Olynthus, iv B.C.).
2 made of fir or made of pinewood, ἱστὸς εἰλάτινος Od.2.424; πλάται E.Hel.1461, cf. Anaxil.l.c.
II of the date inflorescence, ἔλαιον Dsc.1.44.
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Alolema(s): εἰλάτινος Il.14.289, Od.2.424, E.Hel.1461
• Prosodia: [ᾰ]
• Morfología: [-ος, -ον Anaxil.22.17]
I 1de abeto ὄζοι Il.l.c., E.Ba.1070, ὕλα E.Hec.632, ξύλα SIG 135.11 (Olinto IV a.C.), ῥητίνη Thphr.HP 9.2.2, Gal.12.114, τέφρα Dieuch.15.55, ἱστὸς ξύλου ἐλατίνου PCair.Zen.566.5 (III a.C.).
2 de madera de abeto ἐπιβλής Il.24.454, δοκοί Od.19.38, ἱστός Od.2.424, cf. LXX Ez.27.5, πλάται E.Hel.1461, cf. Anaxil.l.c., χεῖρας παρέσυρον ἐλατίνας ref. a los remos, Tim.15.6
•subst. τὸ ἐλάτινον = pieza de madera de abeto, PKöln 53.14, 18 (III d.C.).
II subst., bot.
1 τὸ ἐλάτινον = ungüento elatino, e.e., elaborado a partir de la espata ἐλατίνου σκευασία Dsc.1.44, cf. ἐλάτη I 3.
2 ἡ ἐλάτινος una clase de linaria prob. Kickxia elatine (L.) Dumort. o Kickxia spuria (L.) Dumort., Dsc.4.40, Plin.HN 27.74, Gal.11.873.
German (Pape)
[Seite 790] auch 2 Endgn, πλάτη Anaxil. bei Ath. XIII, 558 c, poet. εἰλάτινος, von der Tanne, ὄζοι, φύλλα, Eur. Bacch. 1070 Cycl. 386. – Vom jungen Palmentriebe, Diosc.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 de sapin;
2 fait en bois de sapin.
Étymologie: ἐλάτη.
Russian (Dvoretsky)
ἐλάτῐνος: эп. εἰλάτινος 2 (ᾰ) еловый (ὄζοι Hom., Eur.; ἱστός Hom.; πλάται Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλάτινος: ᾰ, η, ον, ὡσαύτως, ος, ον, Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 17˙ Ἐπ. εἰλάτινος, -η, -ον, ὡς καὶ παρ’ Εὐρ. ἐν Ἑλ. 1461, Ἑκ. 632 (ἐν λυρικοῖς χωρίοις)˙ τῆς ἐλάτης ἢ ἐξ ἐλάτης, Λατ. abiegnus, ὄζοι εἰλ. Ἰλ. Ξ. 289, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 1070˙ ὕλη εἰλ. ὁ αὐτ. Ἑκ. 632. - ἐκ ξύλου ἐλάτης, ἱστὸν δ’ εἰλάτινον Ὀδ. Β. 424˙ πλάται Εὐρ. Ἑλ. 1461, πρβλ. Ἀναξίλαν ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐκ τοῦ περικαλύμματος τοῦ καρποῦ τῶν φοινίκων ἔτι ἀνθούντων, σκευασία Διοσκ. 1. 54˙ πρβλ. ἐλάτη ΙΙΙ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐλάτινος, -η, -ον και ἐλάτινος, -ον Α και εἰλάτινος, -η, -ον)
ο κατασκευασμένος από ξύλο έλατου
αρχ.
1. αυτός που ανήκει σε έλατο ή προέρχεται απὸ αυτό («ὄζοι εἰλάτινοι, ξύλα ἐλάτινα»)
2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο άνθος της φοινικοβαλάνου.
Greek Monotonic
ἐλάτινος: [ᾰ], Επικ. εἰλάτινος, -η, -ον (ἐλάτη), αυτός που είναι από ξύλο έλατου, Λατ. abiegnus, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· φτιαγμένος από έλατο ή πευκόξυλο, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
Middle Liddell
ἐλάτη
of the fir, Lat. abiegnus, Il., Eur.:— of fir or pine-wood, Od., Eur.