ἱερογλυφικός: Difference between revisions
ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ieroglyfikos | |Transliteration C=ieroglyfikos | ||
|Beta Code=i(eroglufiko/s | |Beta Code=i(eroglufiko/s | ||
|Definition= | |Definition= ἱερογλυφική, ἱερογλυφικόν, [[hieroglyphic]]: [[ἱερογλυφικά]], with or without [[γράμματα]], τά, [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.4, Plu.2.354f, Ps.-Luc.''Philopatr.''21, Dam.''Isid.''98, etc. Adv. [[ἱερογλυφικῶς]] ''PMag.Leid.V.''8.29: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />hiéroglyphique ; τὰ ἱερογλυφικά (γράμματα) hiéroglyphes, <i>caractères de l'écriture sacrée des prêtres égyptiens</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], γλύπτω. | |btext=ή, όν :<br />hiéroglyphique ; τὰ ἱερογλυφικά (γράμματα) hiéroglyphes, <i>caractères de l'écriture sacrée des prêtres égyptiens</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[γλύπτω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ή, όν, <i>[[hieroglyphisch]]</i>; τὸ ἱερογλυφικά, mit und ohne γράμματα, <i>die ägyptische [[Bilderschrift]]</i>, die von den Priestern auf [[heiligen]] Denkmälern [[eingegraben]] wurde, Plut. <i>Is. et Os</i>. 10; Luc. <i>Philop</i>. 21, vgl. <i>Hermot</i>. 44; Clem.Alex. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ιερογλυφικός]], -ή, όν) [[ιερογλύφος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερογλύφο, αυτός που αναπαριστάνεται με συμβολικές εικόνες («ιερογλυφική [[γραφή]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιερογλυφικά</i> (ενν. <i>γράμματα</i>)<br />τα συμβολικά [[σημεία]] της εικονικής [[γραφής]] τών αρχαίων Αιγυπτίων<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) δυσανάγνωστα ή δυσνόητα [[κείμενα]] ή γράμματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιερογλυφικώς</i> και -<i>ά</i> (Α ἱερογλυφικῶς)<br />με ιερογλυφικό τρόπο. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ιερογλυφικός]], -ή, όν) [[ιερογλύφος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερογλύφο, αυτός που αναπαριστάνεται με συμβολικές εικόνες («ιερογλυφική [[γραφή]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιερογλυφικά</i> (ενν. <i>γράμματα</i>)<br />τα συμβολικά [[σημεία]] της εικονικής [[γραφής]] τών αρχαίων Αιγυπτίων<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) δυσανάγνωστα ή δυσνόητα [[κείμενα]] ή γράμματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>[[ιερογλυφικώς]]</i> και -<i>ά</i> (Α [[ἱερογλυφικῶς]])<br />με ιερογλυφικό τρόπο. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 29: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἱερογλῠφικός, ή, όν<br />hieroglyphic; ἱερογλυφικά (sc. γράμματἀ, τά, a way of [[writing]] on monuments used by the Egyptian priests, Luc. | |mdlsjtxt=ἱερογλῠφικός, ή, όν<br />hieroglyphic; ἱερογλυφικά (''[[sc.]]'' γράμματἀ, τά, a way of [[writing]] on monuments used by the Egyptian priests, Luc. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(ἱερογλυφικά γράμματα, τά γράμματα τῶν Αἰγυπτίων πού γράφονταν μέ διάφορα σημάδια). Ἀπό τό [[ἱερός]] + [[γλύφω]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[γλύφω]] καί στή λέξη [[ἱερός]]. | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-όν adv. [[en jeroglífico]] ἐπικαλοῦμαί σε, κύριε, ... ἱ. <b class="b3">te invoco, señor, en jeroglífico</b> P XIII 81 P XIII 594 ὁ δὲ Ἥλιος ὑμνεῖ σε ἱ. <b class="b3">Helios te alaba en jeroglífico</b> P XIII 149 P XIII 458 | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[hieroglyphic]]=== | |||
Catalan: jeroglífic; Dutch: [[hiëroglifisch]]; Esperanto: hieroglifa; French: [[hiéroglyphique]]; German: [[hieroglyphisch]]; Italian: [[geroglifico]]; Korean: 상형문자의; Russian: [[иероглифический]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:03, 27 March 2024
English (LSJ)
ἱερογλυφική, ἱερογλυφικόν, hieroglyphic: ἱερογλυφικά, with or without γράμματα, τά, D.S.3.4, Plu.2.354f, Ps.-Luc.Philopatr.21, Dam.Isid.98, etc. Adv. ἱερογλυφικῶς PMag.Leid.V.8.29:
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
hiéroglyphique ; τὰ ἱερογλυφικά (γράμματα) hiéroglyphes, caractères de l'écriture sacrée des prêtres égyptiens.
Étymologie: ἱερός, γλύπτω.
German (Pape)
ή, όν, hieroglyphisch; τὸ ἱερογλυφικά, mit und ohne γράμματα, die ägyptische Bilderschrift, die von den Priestern auf heiligen Denkmälern eingegraben wurde, Plut. Is. et Os. 10; Luc. Philop. 21, vgl. Hermot. 44; Clem.Alex.
Russian (Dvoretsky)
ἱερογλῠφικός: иероглифический (γράμματα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱερογλῠφικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν· ἱερογλυφικὰ (δηλ. γράμματα), τά, τὰ παρ’ Αἰγυπτίοις διὰ παντοίων σημείων γραφόμενα γράμματα ἐπὶ ὀβελίσκων καὶ ἄλλων μνημείων, Πλούτ. 2. 354F, Λουκ. Φιλοπ. 21, πρβλ. Ἑρμότ. 44, κτλ.· ταῦτα μετεγράφοντο ἐπὶ παπύρων δι’ ἄλλων χαρακτήρων (τῶν ἱερατικῶν), Κλήμ. Ἁλ. 657· καὶ ταῦτα πάλιν ἁπλοποιούμενα μετεβάλλοντο εἰς τὰ δημοτικὰ (Ἡρόδ. 2. 36), ἅπερ ὁ Πορφ. ἐν Βίῳ Πυθ. § 12 καλεῖ ἐπιστολογραφικά, καὶ ὁ Κλήμ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἡ ἐπ. μέθοδος· ἴδε Müller Archäol. d. Kunst. § 216: - τὰ ἱερὰ γράμματα τοῦ Ἡροδ. πιθαν. περιελάμβανον τά τε ἱερογλυφικὰ καὶ τὰ ἱερατικά.
Spanish
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ιερογλυφικός, -ή, όν) ιερογλύφος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερογλύφο, αυτός που αναπαριστάνεται με συμβολικές εικόνες («ιερογλυφική γραφή»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιερογλυφικά (ενν. γράμματα)
τα συμβολικά σημεία της εικονικής γραφής τών αρχαίων Αιγυπτίων
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δυσανάγνωστα ή δυσνόητα κείμενα ή γράμματα.
επίρρ...
ιερογλυφικώς και -ά (Α ἱερογλυφικῶς)
με ιερογλυφικό τρόπο.
Greek Monotonic
ἱερογλῠφικός: -ή, -όν, ιερογλυφικός· ἱερογλυφικά (ενν. γράμματα), τά, τρόπος γραφής πάνω σε μνημεία τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι ιερείς, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἱερογλῠφικός, ή, όν
hieroglyphic; ἱερογλυφικά (sc. γράμματἀ, τά, a way of writing on monuments used by the Egyptian priests, Luc.
Mantoulidis Etymological
(ἱερογλυφικά γράμματα, τά γράμματα τῶν Αἰγυπτίων πού γράφονταν μέ διάφορα σημάδια). Ἀπό τό ἱερός + γλύφω. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα γλύφω καί στή λέξη ἱερός.
Léxico de magia
-όν adv. en jeroglífico ἐπικαλοῦμαί σε, κύριε, ... ἱ. te invoco, señor, en jeroglífico P XIII 81 P XIII 594 ὁ δὲ Ἥλιος ὑμνεῖ σε ἱ. Helios te alaba en jeroglífico P XIII 149 P XIII 458
Translations
hieroglyphic
Catalan: jeroglífic; Dutch: hiëroglifisch; Esperanto: hieroglifa; French: hiéroglyphique; German: hieroglyphisch; Italian: geroglifico; Korean: 상형문자의; Russian: иероглифический