ἴσχαιμος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ischaimos | |Transliteration C=ischaimos | ||
|Beta Code=i)/sxaimos | |Beta Code=i)/sxaimos | ||
|Definition= | |Definition=ἴσχαιμον, ([[ἴσχω]], [[αἷμα]])<br><span class="bld">A</span> [[staunching blood]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.13.1, Dsc. 4.43; [[styptic]], Luc.''Tim.''46, Aret.''CA''2.6 (dat. pl. -αίμασι codd.), ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1088.19.<br><span class="bld">2</span> [[ἴσχαιμος]], ἡ, [[plant used as a styptic]], [[Andropogon ischaemum]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.15.3, Sch.Il.11.846. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui arrête le sang.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσχω]], [[αἷμα]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui arrête le sang]].<br />'''Étymologie:''' [[ἴσχω]], [[αἷμα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
ἴσχαιμον, (ἴσχω, αἷμα)
A staunching blood, Thphr. HP 9.13.1, Dsc. 4.43; styptic, Luc.Tim.46, Aret.CA2.6 (dat. pl. -αίμασι codd.), POxy.1088.19.
2 ἴσχαιμος, ἡ, plant used as a styptic, Andropogon ischaemum, Thphr. HP 9.15.3, Sch.Il.11.846.
German (Pape)
[Seite 1272] bluthemmend, Luc. Tim. 46, Medic., φάρμακον; – ἡ ἴσχ., eine Pflanze, die auch ἰσχαίμων heißt.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui arrête le sang.
Étymologie: ἴσχω, αἷμα.
Russian (Dvoretsky)
ἴσχαιμος: кровоостанавливающий (φάρμακον Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἴσχαιμος: -ον, (ἴσχω) ἔχων τὴν δύναμιν νὰ κωλύῃ τὴν ῥεῦσι τοῦ αἵματος, Θεοφρ. Π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 1· δεινῶς γὰρ ἴσχαιμόν ἐστι τὸ φάρκακον Λουκ. Τίμ. 46· - ἴσχαιμος, ἡ ῥίζα φυτοῦ τινος τῆς Θράκης ἔχουσα τὴν δύναμιν νὰ κωλύῃ τὴν ῥοὴν τοῦ αἵματος «κεντηθείσης φλεβός, οἱ δὲ καὶ σφοδροτέρω διατμηθείσης» Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 3, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 848.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἴσχαιμος, -ον)
αυτός που προκαλεί αναστολή της κυκλοφορίας του αίματος («ἴσχαιμος περίδεσις» — η πρόχειρη κατάπαυση της αιμορραγίας από κάποιο τραύμα, Θεόφρ.)
αρχ.
1. (για φάρμακα) ο στυπτικός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἴσχαιμος
ρίζα φυτού που αναστέλλει την εκροή του αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσχ- (< ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω») + -αιμος (< αίμα), πρβλ. ολίγαιμος, παχύαιμος].
Greek Monotonic
ἴσχαιμος: -ον (ἴσχω, αἷμα), αυτός που σταματά το αίμα, αιμοστατικός, σε Λουκ.