ὁμόπολις: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omopolis
|Transliteration C=omopolis
|Beta Code=o(mo/polis
|Beta Code=o(mo/polis
|Definition=εως, ὁ, ἡ, [[from]] or [[of the same city]] or [[state]], Plu.2.276b, etc. : poet. ὁμόπτολις <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>733</span>.
|Definition=-εως, ὁ, ἡ, [[from]] or [[of the same city]] or [[state]], Plu.2.276b, etc.: ''poet.'' ὁμόπτολις S.''Ant.''733.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόπολις Medium diacritics: ὁμόπολις Low diacritics: ομόπολις Capitals: ΟΜΟΠΟΛΙΣ
Transliteration A: homópolis Transliteration B: homopolis Transliteration C: omopolis Beta Code: o(mo/polis

English (LSJ)

-εως, ὁ, ἡ, from or of the same city or state, Plu.2.276b, etc.: poet. ὁμόπτολις S.Ant.733.

German (Pape)

[Seite 339] aus derselben Stadt, aus demselben Staate, Plut. quaest. Rom. 47.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ, ἡ)
de la même ville ou de la même cité.
Étymologie: ὁμός, πόλις.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόπολις: εως adj. принадлежащий к тому же городу (государству), согражданин, земляк Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόπολις: ὁ, ἡ, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς πόλεως, συμπολίτης, Πλούτ. 2. 276Β, κτλ.· ποιητ. ὁμόπτολις, Σοφ. Ἀντ. 733.

Greek Monolingual

ὁμόπολις και ποιητ. τ. ὁμόπτολις, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που είναι από την ίδια πόλη με κάποιον άλλο, της ίδιας πόλης, συμπολίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + πόλις.

Greek Monotonic

ὁμόπολις: -εως, ὁ, ἡ, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στην ίδια πόλη, συμπολίτης· ποιητ. ὁμό-πτολις, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὁμό-πολις, εως,
from or of the same city: poet. ὁμό-πτολις, Soph.