Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σανίδωμα: Difference between revisions

From LSJ

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sanidoma
|Transliteration C=sanidoma
|Beta Code=sani/dwma
|Beta Code=sani/dwma
|Definition=ατος, τό, [[planking]], [[framework]], <span class="bibl">Ath.Mech.17.14</span>, <span class="bibl">Plb.1.22.6</span>, <span class="bibl">6.23.3</span>, <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">3 Ma.</span>4.10</span>; τῶν μακρῶν πλοίων <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span> 5.7.5</span> (pl.); of a gateway, <span class="bibl">Hld.9.3</span>; sloping [[table]], <span class="bibl">Agatharch. 27</span>.
|Definition=-ατος, τό, [[planking]], [[framework]], Ath.Mech.17.14, Plb.1.22.6, 6.23.3, [[LXX]] ''3 Ma.''4.10; τῶν μακρῶν πλοίων [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 5.7.5 (pl.); of a gateway, Hld.9.3; sloping [[table]], Agatharch. 27.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />plancher.<br />'''Étymologie:''' [[σανιδόω]].
|btext=ατος (τό) :<br />[[plancher]].<br />'''Étymologie:''' [[σανιδόω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰνίδωμα Medium diacritics: σανίδωμα Low diacritics: σανίδωμα Capitals: ΣΑΝΙΔΩΜΑ
Transliteration A: sanídōma Transliteration B: sanidōma Transliteration C: sanidoma Beta Code: sani/dwma

English (LSJ)

-ατος, τό, planking, framework, Ath.Mech.17.14, Plb.1.22.6, 6.23.3, LXX 3 Ma.4.10; τῶν μακρῶν πλοίων Thphr. HP 5.7.5 (pl.); of a gateway, Hld.9.3; sloping table, Agatharch. 27.

German (Pape)

[Seite 861] τό, eine Decke, Lage von Brettern, bes. das Schiffsverdeck; nach Pol. 6, 23, 3 besteht der römische Schild ἐκ διπλοῦ σανιδώματος.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
plancher.
Étymologie: σανιδόω.

Russian (Dvoretsky)

σᾰνίδωμα: ατος (ῐ) τό опалубка, настил Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰνίδωμα: τό, (σανιδόω) πάτωμα ἐκ σανίδων, Πολύβ. 1. 22, 6., 6. 23· τὸ κατάστρωμα πλοίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 5.

Greek Monolingual

το, ΝΑ σανιδῶ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σανιδώνω, η επίστρωση, η επικάλυψη με σανίδες, σανίδωση
2. συνεκδ. α) πάτωμα από σανίδες
β) οι σανίδες που χρησιμοποιούνται για την επίστρωση πατώματος
αρχ.
1. (ιδίως) το κατάστρωμα πλοίου («τῶν μακρῶν πλοίων σανιδώματα», Θεόφρ.)
2. συνεκδ. επικλινές τραπέζι κατασκευασμένο από σανίδες.

Greek Monotonic

σᾰνίδωμα: -ατος, τό, ξύλινο πάτωμα, πλαίσιο από ξύλο, διαξύλωση, σκελετός, καλούπωμα, σε Στράβ.

Middle Liddell

σᾰνίδωμα, ατος, τό,
a planking, framework, Polyb.