ἀκαχμένος: Difference between revisions

mNo edit summary
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akachmenos
|Transliteration C=akachmenos
|Beta Code=a)kaxme/nos
|Beta Code=a)kaxme/nos
|Definition=η, ον, Epic part. (cf. [[ἀκή]] A), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sharp-edged]], ἀ. ὀξέϊ χαλκῷ <span class="bibl">Il.15.482</span>, <span class="bibl">Od.1.99</span>, al.; πέλεκυν . . ἀμφοτέρωθεν ἀ. <span class="bibl">5.235</span>; φάσγανον <span class="bibl">22.80</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[armed]], c. dat., γένος σκυλάκων κυνόδουσιν ἀ. <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span> 1.476</span>, cf. <span class="bibl">3.252</span>.</span>
|Definition=η, ον, Epic part. (cf. [[ἀκή]] A),<br><span class="bld">A</span> [[sharp-edged]], ἀ. ὀξέϊ χαλκῷ Il.15.482, Od.1.99, al.; πέλεκυν.. ἀμφοτέρωθεν ἀ. 5.235; φάσγανον 22.80.<br><span class="bld">II</span> [[armed]], c. dat., γένος σκυλάκων κυνόδουσιν ἀ. Opp.''C.'' 1.476, cf. 3.252.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />aiguisé.<br />'''Étymologie:''' p. *ἀκαγμένος, avec redoublement att. de la R. Ἀκ, être aigu.
|btext=η, ον :<br />[[aiguisé]].<br />'''Étymologie:''' p. *ἀκαγμένος, avec redoublement att. de la R. Ἀκ, être aigu.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />a [[part]]. (as if from a Verb *ἄκω, v. [[ἀκή]] Ι), [[sharpened]], of axes and swords, Hom.
|mdlsjtxt=a [[part]]. (as if from a Verb *ἄκω, v. [[ἀκή]] Ι), [[sharpened]], of axes and swords, Hom.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe

Latest revision as of 11:40, 3 March 2024

English (LSJ)

η, ον, Epic part. (cf. ἀκή A),
A sharp-edged, ἀ. ὀξέϊ χαλκῷ Il.15.482, Od.1.99, al.; πέλεκυν.. ἀμφοτέρωθεν ἀ. 5.235; φάσγανον 22.80.
II armed, c. dat., γένος σκυλάκων κυνόδουσιν ἀ. Opp.C. 1.476, cf. 3.252.

Spanish (DGE)

-η, -ον
• Prosodia: [ᾰ-] part.
1 afilado ἀκαχμένα δούρατα Il.12.444, cf. 17.412, ἔγχος Il.21.72, φάσγανον ... ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένον puñal de doble filo, Od.22.80, πέλεκυν ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένον hacha de doble filo, Od.5.235, χειρὶ θύρσον ... ἀκαχμένον Nonn.D.14.217
c. dat. indicando el material ἔγχος ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ Il.10.135, cf. 14.12, 15.482, Od.1.99, 15.551, Hes.Sc.135.
2 armado c. dat. γένος σκυλάκων ... κυνόδουσιν ἀκαχμένον Opp.C.1.476, φῦλον, ἀκαχμένον ... χαυλιόδουσι Opp.C.3.252.

German (Pape)

[Seite 70] η, ον (ἀκή), gespitzt; Hom. ἔγχος, ἀκαχμένον ὀξέι χαλκῷ Versende Iliad. 10, 135. 14, 12. 15, 482 Od. 1, 99. 15, 551. 20, 127; τῇ δ' ἑτέρῃ ἔχεν ἔγχος ἀκαχμένον, οὐδὲ μεθίει Iliad. 21, 72; ἀκαχμένα δούρατ' ἔχοντες Versende Iliad. 12, 444. 17, 412; φάσγανον ὀξὺ χάλκεον, ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένον Od. 22, 80, πέλεκυν μέγαν, ἄρμενον ἐν παλάμῃσιν, χάλκεον, ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένον Od. 5, 235;– Nonn. D. 17, 232; θύρσος 14, 217.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
aiguisé.
Étymologie: p. *ἀκαγμένος, avec redoublement att. de la R. Ἀκ, être aigu.

Russian (Dvoretsky)

ἀκαχμένος: (ᾰκ) заостренный, остроконечный, острый (ἔγχος, δούρατα, φάσγανον Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαχμένος: -η, -ον, Ὁμηρ. μετοχ. (ὡς ἐκ ῥήματος * ἄκω, ἴδε ἐν λ. ἀκὴ Ι), ὀξύς, ὀξεῖαν ἔχων ἀκμήν, ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ, Ἰλ. Ο. 482, Ὀδ. Α. 99, καὶ ἀλλ., πέλεκυν ... ἀμφοτέρωθεν ἀκ., Ὀδ. Ε. 235· φάσγανον, Χ. 80.

English (Autenrieth)

(root ακ): sharpened, pointed; ἔγχος ἀκαχμένον ὀξέι χαλκῷ ‘tipped with sharp point of bronze,’ πελεκὺς ἀμφοτέρωθεν ἀκ., ‘doubleedgedaxe, Od. 5.235.

Greek Monolingual

ἀκαχμένος, -η, -ον (Α)
1. ο ακονισμένος (Όμ. ε 235)
2. ο οπλισμένος με κοφτερά δόντια
Οππ. Κυν. 1.476).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης προελεύσεως μετοχικός τ. παρακειμένου. Η λ. προέρχεται πιθανώς από τον αναδιπλασιασμένο αρχικό τ. ἀκ-ακ-σ-μένος (με δάσυνση του κ σε χ για εκφραστικούς λόγους), τύπο ο οποίος συνδέεται με τη ρίζα ακ- «αιχμηρός κ.λπ.», ενώ κατ’ άλλους συνδέεται με το ουσ. ἔγχος, αν το -αχ- της λ. ἀκ-αχ-μένος θεωρηθεί ασθενής βαθμίδα της ρίζας ἐγχ- που απαντά στο ουσ. ἔγχος. Οπωσδήποτε και οι δύο απόψεις δεν είναι πολύ πειστικές. Βλ. και λήμμα ακ-].

Greek Monotonic

ἀκαχμένος: -η, -ον, μτχ. (όπως αν προερχόταν από ρήμα *ἄκω, βλ. ἀκή I), ακονισμένος, τροχισμένος, αιχμηρός, λέγεται για πέλεκεις και ξίφη, σε Όμηρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: pf. ptc.
Meaning: sharpened (Il.)
Origin: IE [Indo-European] [18] *h₂eḱ sharp
Etymology: Reduplicated formation; from *ἀκ-ακ-σ-μένος? to ἀκ- sharp. (S. Bechtel Lex.). Impossible (to ἔγχος) Schwyzer Glotta 12, 10ff.

Middle Liddell

a part. (as if from a Verb *ἄκω, v. ἀκή Ι), sharpened, of axes and swords, Hom.

Frisk Etymology German

ἀκαχμένος: ep. Ptz. (Hom., Opp.)
{akakhménos}
Meaning: geschärft.
Etymology: Reduplizierte Bildung, wahrscheinlich aus *ἀκακσ-μένος zu ἀκή usw. (Lit. bei Bechtel Lex.). Anders (zu ἔγχος) Schwyzer Glotta 12, 10ff.
Page 1,52

Translations

armed

Albanian: armatosur; Arabic: مُسَلَّح‎; Armenian: զինված; Belarusian: узброены; Bulgarian: въоръжен; Catalan: armat; Chinese Czech: ozbrojený; Danish: bevæpnet; Dutch: gewapend; Esperanto: armita; Finnish: varustettu; aseistautunut, aseistettu; French: armé; German: bewaffnet; Greek: ένοπλος; Ancient Greek: ἀκαχμένος, ἐνωπλισμένος, ἐνόπλιος, ἔνοπλος; Hindi: मुसल्लह, हथियारबंद, सशस्त्र; Italian: armato; Kurdish Northern Kurdish: çekdar; Latin: armatus, armiger; Luxembourgish: bewaffent, arméiert; Macedonian: вооружен; Maori: maupū, maurākau; Norwegian Bokmål: bevæpnet, bevæpna; Old English: ġewǣpnod; Persian: مسلح‎, زیناوند‎, افزارمند‎; Plautdietsch: bewaufnet; Polish: uzbrojony, zbrojny; Portuguese: armado; Romanian: armat, înarmat; Russian: вооружённый, вооружившийся; Sardinian: armàdu; Serbo-Croatian Cyrillic: о̀ружа̄н, на̏оружа̄н; Roman: òružān, nȁoružān; Slovak: ozbrojený; Slovene: oborožen; Spanish: armado; Swedish: beväpnad; Tajik: мусаллаҳ; Ukrainian: озброєний, збройний