ἀκαμαντόπους: Difference between revisions
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akamantopous | |Transliteration C=akamantopous | ||
|Beta Code=a)kamanto/pous | |Beta Code=a)kamanto/pous | ||
|Definition=ὁ, ἡ, | |Definition=ὁ, ἡ, ἀκαμαντόπουν, τό, gen. ποδος, [[untiring of foot]], ἵππος Id.''O.''3.3; [[βροντή]], [[ἀπήνη]], ib.4.1, 5.3. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i>-ποδος<br />aux pieds infatigables.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκάμας]], [[πούς]]. | |btext=ους, ουν ; <i>gén.</i>-ποδος<br />[[aux pieds infatigables]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀκάμας]], [[πούς]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>unermüdlichen Fußes</i>, Pind. ἵπποι <i>Ol</i>. 3.3; [[ἀπήνη]] 5.3; [[βροντή]] 4.1. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 32: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=[[untiring]] of [[foot]], [[unwearied]], Pind. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:40, 3 March 2024
English (LSJ)
ὁ, ἡ, ἀκαμαντόπουν, τό, gen. ποδος, untiring of foot, ἵππος Id.O.3.3; βροντή, ἀπήνη, ib.4.1, 5.3.
Spanish (DGE)
(ἀκᾰμαντόπους) -πουν
• Morfología: [gen. -ποδος]
de pie infatigable ἵππος Pi.O.3.3
•fig. incansable βροντά Pi.O.4.1, ἀπήνη Pi.O.5.3.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén.-ποδος
aux pieds infatigables.
Étymologie: ἀκάμας, πούς.
German (Pape)
unermüdlichen Fußes, Pind. ἵπποι Ol. 3.3; ἀπήνη 5.3; βροντή 4.1.
Russian (Dvoretsky)
ἀκᾰμαντόπους: ποδος adj. с неутомимыми ногами, т. е. быстрый, стремительный (ἵπποι, ἀπήνη, βροντή Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰμαντόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, γεν. -ποδος, ὁ ἀκάματος εἰς τοὺς πόδας, ἵππος, Πινδ. Ο. 3, 5· ὡσαύτ. ἀκ. βροντή, ἀπήνη, αὐτόθι 4, 2., 5, 6.
English (Slater)
ᾰκᾰμαντόπους with untiring feet ἀκαμαντοπόδων ἵππων (O. 3.3) met. ἐλατὴρ ὑπέρτατε βροντᾶς ἀκαμαντόποδος Ζεῦ (O. 4.1) ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα (O. 5.3)
Greek Monolingual
ἀκαμαντόπους (-οδος), -ουν (Α)
αυτός που έχει ακάματα, ακούραστα πόδια, γοργοπόδαρος, γρήγορος, ταχύς
«ἀκαμαντόποδες ἵπποι» (Πινδ. Ολυμπ. 3, 3), «ἀκαμαντόπους ἀπήνη» (Πινδ. Ολυμπ. 5, 6).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας -αντος + πούς.
Greek Monotonic
ἀκᾰμαντόπους: ὁ, ἡ, -πουν, το, ακάματος στα πόδια, μη εξαντλημένος, σε Πίνδ.