συνεπανίστημι: Difference between revisions

m (pape replacement)
(CSV import)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> to make to [[rise]] up [[against]] [[together]].<br /><b class="num">II.</b> Pass., with aor2 act., to [[join]] in a [[revolt]], Hdt., Thuc.; τινι or ἅμα τινι Hdt.
}}
{{pape
|ptext=([[ἵστημι]]), <i>mit, [[zugleich]] [[aufstehen]] [[machen]], [[aufwiegeln]]</i>; – intr. tempp. <i>mit gegen Einen [[aufstehen]], sich auflehnen, [[aufrührerisch]] [[werden]]</i>, Her. 3.84, 1.59; ἢν ξυνεπαναστῶσι, Thuc. 1.132.
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συν-επανίστημι, med.-pass. intrans. συνεπανίσταμαι ( praes. en fut. med., stamaor.) mede of samen (met...) in opstand komen; met dat. of ἅμα + dat. met iem.
|elnltext=συν-επανίστημι, med.-pass. intrans. συνεπανίσταμαι (praes. en fut. med., stamaor.) mede of samen (met...) in opstand komen; met dat. of ἅμα + dat. met iem.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 11: Line 17:
|lstext='''συνεπανίστημι''': [[συνεπεγείρω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἐγερθῇ [[ἐναντίον]] ἄλλου [[ὁμοῦ]], [[ἐξεγείρω]], Θεοδοτ. ἐν Παλ. Διαθ. (Ναοὺμ Α΄, 11). ΙΙ. Παθ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἐπαναστατῶ, συνεπαναστάντες… ἅμα Πεισιστράτῳ [[ἔσχον]] τὴν ἀκρόπολιν Ἡρόδ. 3. 84, Θουκ. 1. 132· τινι, μετά τινος, Ἡρόδ. 3. 61· ἅμα τινὶ ὁ αὐτ. 1. 59· τινι μετά τινος, [[ἐναντίον]] τινὸς μετά τινος ἄλλου, συνεπαναστάντες τοὺς μὲν ἐξηλάσαμεν Διον. Ἁλ. 6. 74. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 30.
|lstext='''συνεπανίστημι''': [[συνεπεγείρω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἐγερθῇ [[ἐναντίον]] ἄλλου [[ὁμοῦ]], [[ἐξεγείρω]], Θεοδοτ. ἐν Παλ. Διαθ. (Ναοὺμ Α΄, 11). ΙΙ. Παθ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἐπαναστατῶ, συνεπαναστάντες… ἅμα Πεισιστράτῳ [[ἔσχον]] τὴν ἀκρόπολιν Ἡρόδ. 3. 84, Θουκ. 1. 132· τινι, μετά τινος, Ἡρόδ. 3. 61· ἅμα τινὶ ὁ αὐτ. 1. 59· τινι μετά τινος, [[ἐναντίον]] τινὸς μετά τινος ἄλλου, συνεπαναστάντες τοὺς μὲν ἐξηλάσαμεν Διον. Ἁλ. 6. 74. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 30.
}}
}}
{{mdlsj
{{lxth
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to make to [[rise]] up [[against]] [[together]].<br /><b class="num">II.</b> Pass., with aor2 act., to [[join]] in a [[revolt]], Hdt., Thuc.; τινι or ἅμα τινι Hdt.
|lthtxt=''[[una desciscere]]'', to [[revolt together]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.132.4/ 1.132.4].
}}
{{pape
|ptext=([[ἵστημι]]), <i>mit, [[zugleich]] [[aufstehen]] [[machen]], [[aufwiegeln]]</i>; – intr. tempp. <i>mit gegen Einen [[aufstehen]], sich auflehnen, [[aufrührerisch]] [[werden]]</i>, Her. 3.84, 1.59; ἢν ξυνεπαναστῶσι, Thuc. 1.132.
}}
}}

Latest revision as of 14:37, 16 November 2024

Middle Liddell

I. to make to rise up against together.
II. Pass., with aor2 act., to join in a revolt, Hdt., Thuc.; τινι or ἅμα τινι Hdt.

German (Pape)

(ἵστημι), mit, zugleich aufstehen machen, aufwiegeln; – intr. tempp. mit gegen Einen aufstehen, sich auflehnen, aufrührerisch werden, Her. 3.84, 1.59; ἢν ξυνεπαναστῶσι, Thuc. 1.132.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επανίστημι, med.-pass. intrans. συνεπανίσταμαι (praes. en fut. med., stamaor.) mede of samen (met...) in opstand komen; met dat. of ἅμα + dat. met iem.

Greek Monolingual

Α
1. κάνω κάποιον να εξεγερθεί εναντίον άλλου
2.(συν. το παθ.) συνεπανίσταμαι- εξεγείρομαι, επαναστατώ από κοινού με άλλον («συνεπαναστάντες δὲ οὗτοι ἅμα Πεισιστράτῳ ἔσχον τὴν ἀκρόπολιν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπανίστημι «εξεγείρω, ξεσηκώνω»].

Greek Monotonic

συνεπανίστημι:I. υποκινώ κάποιον να εξεγερθεί εναντίον κάποιου από κοινού.
II. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ, επαναστατώ από κοινού, σε Ηρόδ., Θουκ.· τινι ή ἅμα τινι, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπανίστημι: συνεπεγείρω, κάμνω τινὰ νὰ ἐγερθῇ ἐναντίον ἄλλου ὁμοῦ, ἐξεγείρω, Θεοδοτ. ἐν Παλ. Διαθ. (Ναοὺμ Α΄, 11). ΙΙ. Παθ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἐπαναστατῶ, συνεπαναστάντες… ἅμα Πεισιστράτῳ ἔσχον τὴν ἀκρόπολιν Ἡρόδ. 3. 84, Θουκ. 1. 132· τινι, μετά τινος, Ἡρόδ. 3. 61· ἅμα τινὶ ὁ αὐτ. 1. 59· τινι μετά τινος, ἐναντίον τινὸς μετά τινος ἄλλου, συνεπαναστάντες τοὺς μὲν ἐξηλάσαμεν Διον. Ἁλ. 6. 74. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 30.

Lexicon Thucydideum

una desciscere, to revolt together, 1.132.4.