ἐλεγκτικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=elegktikos | |Transliteration C=elegktikos | ||
|Beta Code=e)legktiko/s | |Beta Code=e)legktiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐλεγκτική, ἐλεγκτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[fond of cross-questioning]] or [[examining]], Pl.''Sph.''216b, etc.; <b class="b3">ὁ ἐ. ἐκεῖνος</b> that [[cross-questioner]], Id.''Tht.''200a; [[fond of reproving]], [[critical]], τῶν ἁμαρτανομένων Arist.''Rh.''1381a31, cf. Longin.4.1 (Sup.); ἐ. βίος Jul. ''Or.''6.191a. Adv. [[ἐλεγκτικῶς]] X.''Smp.''4.2, etc.: Sup., Luc.''Demon.''55.<br><span class="bld">2</span> [[refutative]], of indirect modes of proof such as the [[reductio ad absurdum]], ἐνθυμήματα Arist.''Rh.''1396b25. Adv. [[ἐλεγκτικῶς]] Alex.Aphr.''in Metaph.''272.32.<br><span class="bld">3</span> [[ἐλεγκτικά]], τά, [[means of detecting]], πάθους Alex.Trall. 1.15. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> propre à convaincre;<br /><b>2</b> propre à réfuter.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλέγχω]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[propre à convaincre]];<br /><b>2</b> [[propre à réfuter]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐλέγχω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:18, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐλεγκτική, ἐλεγκτικόν,
A fond of cross-questioning or examining, Pl.Sph.216b, etc.; ὁ ἐ. ἐκεῖνος that cross-questioner, Id.Tht.200a; fond of reproving, critical, τῶν ἁμαρτανομένων Arist.Rh.1381a31, cf. Longin.4.1 (Sup.); ἐ. βίος Jul. Or.6.191a. Adv. ἐλεγκτικῶς X.Smp.4.2, etc.: Sup., Luc.Demon.55.
2 refutative, of indirect modes of proof such as the reductio ad absurdum, ἐνθυμήματα Arist.Rh.1396b25. Adv. ἐλεγκτικῶς Alex.Aphr.in Metaph.272.32.
3 ἐλεγκτικά, τά, means of detecting, πάθους Alex.Trall. 1.15.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1refutador θεὸς ὢν τις ἐ. Pl.Sph.216b
•de abstr. refutativo ἐνθυμήματα Arist.Rh.1396b24, ἐ. βίος una vida entregada a la refutación ref. a Sócrates, Iul.Or.9.191a, εἶδος Clem.Al.Strom.1.6.35
•neutr. sup. adv. ἐλεγκτικώτατα πρὸς αὐτὸν ἀπεκρίνατο le respondió con la mejor refutación Luc.Demon.55, cf. Chrys.Iob 38.3, Origenes Io.13.9
•amigo de la controversia ὁ γὰρ ἐ. ἐκεῖνος ... φήσει Pl.Tht.200a, cf. Str.15.1.70, ἐ. ἕξις tendencia natural a la controversia Plu.Per.4.
2 dado a criticar o censurar c. gen. τῶν ἁμαρτανομένων Arist.Rh.1381a31, cf. Longin.4.1, sup. ἐλεγκτικώτατος crítico rigurosísimo Porph.Plot.20.13
•ψόγος ἐ. reproche acusador Clem.Al.Paed.1.9.76.
3 que investiga ἐλεγκτικὰ τοῦ πάθους βοηθήματα medios de descubrir la enfermedad Alex.Trall.1.559.6.
III adv. -ῶς
1 inquisitivamente, de un modo perentorio ἐ. αὐτὸν ἐπήρετο X.Smp.4.2.
2 por medio de argumentos ἐ. ἅμα καὶ ἐριστικῶς Clem.Al.Strom.8.1.1, cf. Chrys.Iob 38.2.17.
3 refutativamente ἐ. ἀποδεῖξαι Alex.Aphr.in Metaph.272.32, cf. Clem.Al.Paed.1.2.5.
German (Pape)
[Seite 793] zum Überführen od. Widerlegen geschickt; Plat. Theaet. 200 a; Soph. 216 b; τῶν ἁμαρτανομένων Arist. rhet. 2, 4; Sp. – Adv., z. B. ἐπήρετο Xen. Conv. 4, 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 propre à convaincre;
2 propre à réfuter.
Étymologie: ἐλέγχω.
Russian (Dvoretsky)
ἐλεγκτικός:
1 изобличающий, изобличительный (τῶν ἁμαρτανομένων Arst.);
2 опровергающий (ἐνθυμήματα δεκτικὰ καὶ ἐλεγκτικά Arst.).
II ὁ (из)обличитель Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεγκτικός: -ή, -όν, ἐπὶ προσώπων, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἐξελέγχῃ, ν’ ἀνακρίνῃ ἢ ἐξετάζῃ, Πλάτ. Σοφ. 216Β, κτλ.· ὁ ἐλεγκτικὸς ἐκεῖνος ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 200Α· - ἀγαπῶν νὰ ἐλέγχῃ, νὰ μέμφηται, νὰ κατακρίνῃ, τινὸς Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12: - Ἐπίρρ. -κῶς, Ξεν. Συμπ. 4, 2. 2) ἐλεγκτικὸν ἐνθύμημα, οὐχὶ τὸ ἐξ ὁμολογουμένων συνάγειν, ἀλλὰ τὰ ἀνομολογούμενα συνάγειν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 34.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἐλεγκτικός, -ή, -όν)
1. ο ικανός, κατάλληλος ή αρμόδιος να ελέγχει
2. το θηλ. ως ουσ. η ελεγκτική
το σύνολο τών μεθόδων και τών αρχών τις οποίες εφαρμόζει ο ελεγκτής για τη διενέργεια του ελέγχου
νεοελλ.
φρ. «Ελεγκτικό Συνέδριο» — το Ανώτατο όργανο ελέγχου τών λογαριασμών τών δημοσίων υπολόγων και της εκτέλεσης του προϋπολογισμού του κράτους
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐλεγκτικά
μέσα εξιχνιάσεως
αρχ.
επικριτής, επιτιμητής.
Greek Monotonic
ἐλεγκτικός: -ή, -όν (ἐλέγχω), λέγεται για πρόσωπα, αυτός που συνηθίζει την κατά αντιπαράσταση εξέταση του αντιδίκου, εξεταστικός, ελεγκτικός· επίρρ., -κῶς, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐλεγκτικός, ή, όν ἐλέγχω
of persons, fond of cross-questioning or examiningadv. -κῶς, Xen.