βοώνης: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=voonis | |Transliteration C=voonis | ||
|Beta Code=bow/nhs | |Beta Code=bow/nhs | ||
|Definition= | |Definition=βοώνου, ὁ, ([[ὠνέομαι]]) at Athens, [[an officer who bought oxen for the sacrifices]], D.21.171, ''IG''2.163.18. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:22, 25 August 2023
English (LSJ)
βοώνου, ὁ, (ὠνέομαι) at Athens, an officer who bought oxen for the sacrifices, D.21.171, IG2.163.18.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ comprador oficial de las reses para los sacrificios públicos en Atenas Ath.Agora 19.L7.44, IG 22.1496.71 (ambas IV a.C.), D.21.171, en Delos ID 399A.17 (II a.C.)
•tratante en vacas gener., Cyr.Al.Mt.233.2.
German (Pape)
[Seite 460] ὁ, Ochsenkäufer; in Athen die Beamten, welche den Kauf der Opferthiere besorgten, Dem. 21, 171; vgl. Harpocr. u. B. A. 219; Poll. 8, 114.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
agent chargé de l'achat des bœufs pour les sacrifices publics à Athènes.
Étymologie: βοῦς, ὠνέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοώνης -ου, ὁ βοῦς, ὠνέομαι veekoper.
Russian (Dvoretsky)
βοώνης: ου ὁ (в Афинах) закупщик быков (для общественных жертвоприношений) Dem.
Greek (Liddell-Scott)
βοώνης: -ου, ὁ (ὠνέομαι) ἐν Ἀθήναις ἄρχων ὁ ὁποῖος ἠγόραζε βοῦς διὰ τὰς θυσίας, Δημ. 570. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 257. 8, Ἀρπ.· - ἐντεῦθεν βοωνέω, ἀγοράζω βοῦς, ἐπιγρ. Ἀττ. παρὰ τῷ Ussing. σ. 46·
Greek Monolingual
βοώνης, ο (Α)
στην Αθήνα άρχοντας αρμόδιος να αγοράζει βόδια για θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -ώνης < ωνούμαι «αγοράζω»].
Greek Monotonic
βοώνης: -ου, ὁ (ὠνέομαι), στην αρχαία Αθήνα, αξιωματούχος που αγόραζε βόδια για τις δημόσιες θυσίες, σε Δημ.
Middle Liddell
ὠνέομαι
at Athens, an officer who bought oxen for the sacrifices, Dem.