μεσόγαιος: Difference between revisions
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mesogaios | |Transliteration C=mesogaios | ||
|Beta Code=meso/gaios | |Beta Code=meso/gaios | ||
|Definition= | |Definition=μεσόγαιον, also α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[inland]], [[in the heart of a country]], μ. οἰκέειν [[Herodotus|Hdt.]]1.145; <b class="b3">τὴν μ. τῆς ὁδοῦ</b> the [[inland]] road, Id.7.124, 9.89; μ. πόλεις Plb.2.5.2; <b class="b3">ὁ μ.</b>, opp. <b class="b3">οἱ παράκτιοι</b>, ''IG''5(2).268.25 (Mantinea, i B. C.): Comp. [[μεσογαιότερος]] ([[varia lectio|v.l.]] -ειό-) Str.13.1.51: Att. also [[μεσόγεως]], ων, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''909c; Ep. [[μεσσόγεως]] Call.''Dian.''37.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]] μεσόγαια, ἡ, [[inland parts]], [[interior]], [[Herodotus|Hdt.]]1.175, 2.7,9, etc.; μεσόγεια, ἡ, Th.1.100, 120, 6.88, D.18.301:—also [[μεσόγαια]], τά, App.''BC''4.53.<br><span class="bld">2</span> [[μεσόγεια]], ἡ, [[continent]], Call.''Del.''168.<br><span class="bld">III</span> [[Μεσόγειοι]], οἱ, [[inhabitants of the interior]] of Attica, ''IG''22.1245. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />situé au milieu des terres.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[γαῖα]]. | |btext=ος, ον :<br />[[situé au milieu des terres]].<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[γαῖα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 13:10, 23 March 2024
English (LSJ)
μεσόγαιον, also α, ον,
A inland, in the heart of a country, μ. οἰκέειν Hdt.1.145; τὴν μ. τῆς ὁδοῦ the inland road, Id.7.124, 9.89; μ. πόλεις Plb.2.5.2; ὁ μ., opp. οἱ παράκτιοι, IG5(2).268.25 (Mantinea, i B. C.): Comp. μεσογαιότερος (v.l. -ειό-) Str.13.1.51: Att. also μεσόγεως, ων, Pl.Lg.909c; Ep. μεσσόγεως Call.Dian.37.
II as substantive μεσόγαια, ἡ, inland parts, interior, Hdt.1.175, 2.7,9, etc.; μεσόγεια, ἡ, Th.1.100, 120, 6.88, D.18.301:—also μεσόγαια, τά, App.BC4.53.
2 μεσόγεια, ἡ, continent, Call.Del.168.
III Μεσόγειοι, οἱ, inhabitants of the interior of Attica, IG22.1245.
German (Pape)
[Seite 138] mittelländisch, mitten im Lande gelegen, Sp.; μεσογαιότερος, Strab. XIII, 606.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
situé au milieu des terres.
Étymologie: μέσος, γαῖα.
Russian (Dvoretsky)
μεσόγαιος: II ἡ (sc. χώρα) Polyb. = μεσόγαια.
находящийся в глубине страны, внутренний, глубинный (πόλεις Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
μεσόγαιος: -ον, ὡσαύτως α, ον, ὁ κείμενος εἰς τὰ ἐσωτερικὰ μέρη χώρας τινός, μ. οἰκέειν Ἡρόδ. 1. 145· τὴν μ. τῆς ὁδοῦ ὁ αὐτ. 7. 124· - Ἀττ. καὶ μεσόγεως, ων, Πλάτ. Νόμ. 909Α· Ἐπικ. μεσσόγεως, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 37. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. μεσογαία, ἡ, τὸ ἐσωτερικὸν τῆς χώρας, τὰ μεσόγεια μέρη, Λατ. loca mediterranea, Ἡρόδ. 1. 175., 2. 7, 9, κτλ.· οὕτω μεσογεία, ἡ, Θουκ. 1. 100, 120., 88, Δημ. 326. 9.
Greek Monolingual
-ο (Α μεσόγαιος, -ον και, -αία, -ον)
βλ. μεσόγειος.
Greek Monotonic
μεσόγαιος: -ον, επίσης -α, -ον (γαῖα=γῆ),
I. αυτός που βρίσκεται στα ενδότερα της χώρας, στην καρδιά της (ο ηπειρωτικός), σε Ηρόδ.· τὴν μεσόγαιαν τῆς ὁδοῦ, ο δρόμος που οδηγεί στα ενδότερα, στον ίδ.· στην Αττ. επίσης μεσόγεως, -ων, σε Πλάτ.
II. ως ουσ., μεσογαία, ἡ, τα ενδότερα μέρη μιας χώρας, ενδοχώρα, Λατ. loca mediterranea, σε Ηρόδ.· ομοίως, μεσογεία, ἡ, σε Θουκ., Δημ.
Middle Liddell
μεσό-γαιος, ον γαῖα, = γῆ]
inland, in the heart of a country, Hdt.; τὴν μ. τῆς ὁδοῦ the inland road, Hdt.
Mantoulidis Etymological
ἤ μεσόγειος (=αὐτός πού βρίσκεται στό ἐσωτερικό μιᾶς χώρας). Σύνθετο ἀπό τό μέσος + γῆ.