συνεμβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synemvaino
|Transliteration C=synemvaino
|Beta Code=sunembai/nw
|Beta Code=sunembai/nw
|Definition=fut. -βήσομαι <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>729.3</span> (ii B.C.):—[[embark together]], τινι [[with]] one, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nav.</span>15</span>; [[συνεμβήσητε]] (sic) <b class="b3">ἅμα ἡμῖν εἰς ῥώμσιν</b> Pap. in <span class="title">Glotta</span> 2.150; συνεμβάς μοι εἰς πλοῖον <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1817.12</span> (i B.C.): metaph., <b class="b3">σ. τινὶ εἰς τὴν θάλατταν</b> [[embark with]] one [[upon]] naval power, <span class="bibl">Plb.1.20.7</span>; <b class="b3">εἰς πόλεμον</b> (''[[sc.]]'' τινι) <span class="bibl">Id.29.3.8</span>; εἰς ἀπέχθειαν ἅμα τινί <span class="bibl">Id.16.26.6</span>; <b class="b3">ἐν πλείοσιν τῶν τῇ πόλει συμφερόντων καὶ κοινῇ τοῖς πολίταις καὶ ἰδίᾳ ἑκάστῳ σ</b>. <span class="title">Supp.Epigr.</span>7.62.9 (Seleucia Pieria, ii B.C.); ἐς τὰ παρακαλούμενα ὑφ' ὑμίων συνεμβάντες <span class="title">GDI</span>5183.18 (Crete, found at Teos, ii B.C.); <b class="b3">σ. εἰς ἡρωϊκὰ μεγέθη</b> [[engage in]] them, of a poet, Longin.9.10, cf. 13.4.
|Definition=fut. -βήσομαι ''PTeb.''729.3 (ii B.C.):—[[embark together]], τινι [[with]] one, Luc.''Nav.''15; [[συνεμβήσητε]] (sic) <b class="b3">ἅμα ἡμῖν εἰς ῥώμσιν</b> Pap. in ''Glotta'' 2.150; συνεμβάς μοι εἰς πλοῖον ''BGU''1817.12 (i B.C.): metaph., <b class="b3">σ. τινὶ εἰς τὴν θάλατταν</b> [[embark with]] one [[upon]] naval power, Plb.1.20.7; <b class="b3">εἰς πόλεμον</b> (''[[sc.]]'' τινι) Id.29.3.8; εἰς ἀπέχθειαν ἅμα τινί Id.16.26.6; <b class="b3">ἐν πλείοσιν τῶν τῇ πόλει συμφερόντων καὶ κοινῇ τοῖς πολίταις καὶ ἰδίᾳ ἑκάστῳ σ.</b> ''Supp.Epigr.''7.62.9 (Seleucia Pieria, ii B.C.); ἐς τὰ παρακαλούμενα ὑφ' ὑμίων συνεμβάντες ''GDI''5183.18 (Crete, found at Teos, ii B.C.); <b class="b3">σ. εἰς ἡρωϊκὰ μεγέθη</b> [[engage in]] them, of a poet, Longin.9.10, cf. 13.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συν-εμβαίνω samen (met...) aan boord gaan, met dat.
|elnltext=συν-εμβαίνω samen (met...) aan boord gaan, met dat.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεμβαίνω Medium diacritics: συνεμβαίνω Low diacritics: συνεμβαίνω Capitals: ΣΥΝΕΜΒΑΙΝΩ
Transliteration A: synembaínō Transliteration B: synembainō Transliteration C: synemvaino Beta Code: sunembai/nw

English (LSJ)

fut. -βήσομαι PTeb.729.3 (ii B.C.):—embark together, τινι with one, Luc.Nav.15; συνεμβήσητε (sic) ἅμα ἡμῖν εἰς ῥώμσιν Pap. in Glotta 2.150; συνεμβάς μοι εἰς πλοῖον BGU1817.12 (i B.C.): metaph., σ. τινὶ εἰς τὴν θάλατταν embark with one upon naval power, Plb.1.20.7; εἰς πόλεμον (sc. τινι) Id.29.3.8; εἰς ἀπέχθειαν ἅμα τινί Id.16.26.6; ἐν πλείοσιν τῶν τῇ πόλει συμφερόντων καὶ κοινῇ τοῖς πολίταις καὶ ἰδίᾳ ἑκάστῳ σ. Supp.Epigr.7.62.9 (Seleucia Pieria, ii B.C.); ἐς τὰ παρακαλούμενα ὑφ' ὑμίων συνεμβάντες GDI5183.18 (Crete, found at Teos, ii B.C.); σ. εἰς ἡρωϊκὰ μεγέθη engage in them, of a poet, Longin.9.10, cf. 13.4.

German (Pape)

[Seite 1014] (s. βαίνω), mit, zugleich, zusammen hineingehen; τοῖς Καρχηδονίοις τὴν θάλασσαν, Pol. 1, 20, 7; εἰς τὸν πόλεμον, 29, 3, 8.

French (Bailly abrégé)

1 entrer avec qqn dans, s'engager avec qqn dans;
2 s'embarquer avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἐμβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εμβαίνω samen (met...) aan boord gaan, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συνεμβαίνω:
1 вместе выходить, вместе отправляться (τινὶ εἰς πόλεμον Polyb.);
2 вместе садиться на корабль (τινί Luc.);
3 досл. вместе вступать, перен. проникаться: σ. εἰς τὴν ἀπέχθειαν ἅμα τινί Polyb. объединяться с кем-л. во вражде (к кому-л.).

Greek Monolingual

Α ἐμβαίνω
1. επιβιβάζομαι σε πλοίο μαζί με κάποιον
2. μτφ. α) παίρνω μέρος σε κάτι, ανακατεύομαι
β) ασχολούμαι με κάτι, καταπιάνομαι («συνεμβαίνει εἰς ἡρωϊκὰ μεγέθη περί τινος νικητοῦ», Λογγίν.)
3. φρ. «συνεμβαίνω τινὶ εἰς τὴν θάλατταν» — αποπλέω με κάποιον (Πολ.).

Greek Monotonic

συνεμβαίνω: μέλ. -βήσομαι, επιβιβάζομαι, επιβαίνω, μπαίνω μαζί, τινί, με κάποιον, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεμβαίνω: ἐμβαίνω εἰς πλοῖον, ἐμβιβάζομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 15· σ. τινι εἰς τὴν θάλατταν Πολύβ. 1. 20, 7· τινὶ εἰς πόλεμον, ἐμβαίνω μετά τινος εἰς..., εἰσέρχομαικατέρχομαι εἰς..., ὁ αὐτ. 29. 3, 8· εἰς ἀπέχθειάν τινι ὁ αὐτ. 16. 26, 6· σ. εἰς ἡρωϊκὰ πάθη, ἀσχολοῦμαι εἰς..., ἐπὶ ποιητοῦ Λογγῖν. 9. 10, πρβλ. 13, 4.

Middle Liddell

fut. -βήσομαι
to embark together, τινί with one, Luc.