φορητός: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=foritos | |Transliteration C=foritos | ||
|Beta Code=forhto/s | |Beta Code=forhto/s | ||
|Definition= | |Definition=φορητή, φορητόν, also ός, όν E. ''Hipp.''443, Luc.''Salt.''27:<br><span class="bld">I</span> [[borne]], [[carried]], φορητὰ κυμάτεσσιν Pi.''Fr.'' 88.1; φ. ὕδωρ Str.3.2.8; <b class="b3">φ. ὑπὸ</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐπὶ]]) δελφίνων Plu.2.163c; of the planets, Poll.4.156.<br><span class="bld">2</span> [[to be carried]], [[to be moveable]], οἰκίαι Ph.2.238; [[ἱερόν]] ib.146: metaph., [[ἄστατος]] καὶ φορητός = [[constantly moving]], Id.1.219; [φύσις] [[μετάβολος]] καὶ φορητή Plu.2.428b; τὸ τῆς φύσεως φορητόν Hierocl. ''in CA''7p.429M.<br><span class="bld">II</span> [[bearable]], [[endurable]], [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''979; <b class="b3">Κύπρις γὰρ οὐ φορητός</b> E.l.c.; φορητὸς ἡ ᾠδή Luc. [[l.c.]], cf. ''Tim.''23, Jul.''Gal.'' 201e; ἐμβολὴ οὐ φ. [[irresistible]], Arr.''Tact.''12.10. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή <i>ou poét.</i> ός, όν :<br /><b>I.</b> <i>au pr.</i><br /><b>1</b> [[porté]];<br /><b>2</b> [[qui se meut]];<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> supportable, tolérable.<br />'''Étymologie:''' [[φορέω]]. | |btext=ή <i>ou poét.</i> ός, όν :<br /><b>I.</b> <i>au pr.</i><br /><b>1</b> [[porté]];<br /><b>2</b> [[qui se meut]];<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> [[supportable]], [[tolérable]].<br />'''Étymologie:''' [[φορέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[φορητός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> [[borne]], [[carried]], | |mdlsjtxt=[[φορητός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> [[borne]], [[carried]], Pind.<br /><b class="num">II.</b> to be borne, [[endurable]], Aesch., Eur. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:20, 7 February 2024
English (LSJ)
φορητή, φορητόν, also ός, όν E. Hipp.443, Luc.Salt.27:
I borne, carried, φορητὰ κυμάτεσσιν Pi.Fr. 88.1; φ. ὕδωρ Str.3.2.8; φ. ὑπὸ (v.l. ἐπὶ) δελφίνων Plu.2.163c; of the planets, Poll.4.156.
2 to be carried, to be moveable, οἰκίαι Ph.2.238; ἱερόν ib.146: metaph., ἄστατος καὶ φορητός = constantly moving, Id.1.219; [φύσις] μετάβολος καὶ φορητή Plu.2.428b; τὸ τῆς φύσεως φορητόν Hierocl. in CA7p.429M.
II bearable, endurable, A.Pr.979; Κύπρις γὰρ οὐ φορητός E.l.c.; φορητὸς ἡ ᾠδή Luc. l.c., cf. Tim.23, Jul.Gal. 201e; ἐμβολὴ οὐ φ. irresistible, Arr.Tact.12.10.
German (Pape)
[Seite 1300] 3, auch 2 Endgn, adj. verb. von φορέω, 1) getragen, κυμάτεσσι φορητά Pind. frg. 58. – 2) tragbar, erträglich, Aesch. Prom. 981, Eur. Hipp. 443.
French (Bailly abrégé)
ή ou poét. ός, όν :
I. au pr.
1 porté;
2 qui se meut;
II. fig. supportable, tolérable.
Étymologie: φορέω.
Russian (Dvoretsky)
φορητός: и 2 [adj. verb. к φορέω
1 носимый, несомый (κυμάτεσσι Pind.; ἐπὶ δελφίνων διὰ θαλάττης Plut.);
2 подвижный, находящийся в постоянном движении (φύσις Plut.);
3 выносимый, терпимый, сносный, Luc.: οὐ φ. Aesch., Eur. невыносимый, нестерпимый.
Greek (Liddell-Scott)
φορητός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, Λουκ.· ῥηματ. ἐπίθ., Ι. φερόμενος, πλανητός, Πινδ. Ἀποσπ. 58. 6· φ. ὕδωρ Στράβ. 146· φ. ἐπὶ δελφίνων Πλούτ. 2. 163C· ἐπὶ τῶν πλανητῶν, ὁ πλανώμενος, Πολυδ. Δ΄, 156. 2) ὃν δύναταί τις νὰ μετενέγκῃ, νὰ μετακινήσῃ, οἰκίαι Φίλων 2. 238· ἱερὸν αὐτόθι 146· μεταφορ., ἄστατος καὶ φ., συνεχῶς κινούμενος, ὁ αὐτ. 1. 219· φύσις φ. καὶ μετάβολος Πλούτ. 2. 428Β. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ, νὰ ὑποφέρῃ, ἢ ὑπομείνῃ, «ὑποφερτός», Αἰσχύλ. Πρ. 979· Κύπρις γὰρ οὐ φορητὸν Εὐρ. Ἱππ. 443· φορητὸς ἡ ᾠδὴ Λουκ. περὶ Ὀρχ. 27, πρβλ. Τίμ. 23.
English (Slater)
φορητός borne ἦν γὰρ τὸ πάροιθε φορητὰ κυμάτεσσιν παντοδαπῶν ἀνέμων ῥιπαῖσιν (sc. Δᾶλος) fr. 33d. 1, cf. Πα. 7B. 49.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φορητός, -ή, -όν, ΝΑ, θηλ. και -ος Α φορῶ
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταφέρει ή να τον μετατοπίσει (α. «φορητή συσκευή» β. «φορηταὶ οἰκίαι», Φίλ.)
αρχ.
1. αυτός που μετακινείται (α. «κυμάτεσσι φορητά», Πίνδ.
β. «ἄστρα φορητά» — οι πλανήτες, Πολυδ.)
2. μτφ. α) ευμετάβολος, άστατος («φύσις φορητὴ καὶ μετάβολος», Πλούτ.)
β) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπομείνει, υποφερτός.
επίρρ...
φορητῶς Α
με υποφερτό τρόπο.
Greek Monotonic
φορητός: -ή, -όν και -ός, -όν, ρημ. επίθ.,
I. φερόμενος, μεταφερόμενος, σε Πίνδ.
II. ως μετάφραση του Λατ. ferculum, στον ίδ.
Middle Liddell
φορητός, ή, όν
I. borne, carried, Pind.
II. to be borne, endurable, Aesch., Eur.