οἰκοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oikopoios
|Transliteration C=oikopoios
|Beta Code=oi)kopoio/s
|Beta Code=oi)kopoio/s
|Definition=όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[constituting a house]], <b class="b3">οὐδ' ἔνδον οἰ. ἐστί τις τροφή</b> the comforts [[of a house]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>32</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">οἰκοποιός, ὁ,</b> [[builder]], [[structor]], Gloss.</span>
|Definition=οἰκοποιόν,<br><span class="bld">A</span> [[constituting a house]], <b class="b3">οὐδ' ἔνδον οἰ. ἐστί τις τροφή</b> the comforts [[of a house]], S.''Ph.''32.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">οἰκοποιός, ὁ,</b> [[builder]], [[structor]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοποιός Medium diacritics: οἰκοποιός Low diacritics: οικοποιός Capitals: ΟΙΚΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: oikopoiós Transliteration B: oikopoios Transliteration C: oikopoios Beta Code: oi)kopoio/s

English (LSJ)

οἰκοποιόν,
A constituting a house, οὐδ' ἔνδον οἰ. ἐστί τις τροφή the comforts of a house, S.Ph.32.
II οἰκοποιός, ὁ, builder, structor, Glossaria.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui rend (une caverne) habitable.
Étymologie: οἶκος, ποιέω.

German (Pape)

ein Haus machend, bauend, Sp.; – aber Soph. Phil. 32, οὐδ' ἔνδον οἰκοποιός ἐστί τις τροφή, erkl. der Schol. ἡ ἐν οἴκῳ γενομένη besser »die ein Haus macht, die unfreundliche Höhle zu einem wohnlichen Hause umgestalten könnte«.

Russian (Dvoretsky)

οἰκοποιός: делающий обитаемым, пригодным для жилья (τρυφή Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοποιός: -όν, ὁ ἀποτελῶν τὸν οἶκον, ὁ καθιστῶν μέρος τι οἰκήσιμον, οὐδ’ ἔνδον οἰκ. ἐστί τις τροφή; δὲν ὑπάρχουσιν ἐντὸς τὰ πρὸς κατοικίαν χρήσιμα; Σοφ. Φ. 32 (Bgk. ἐστ’ ἐπιστροφή).

Greek Monolingual

οἰκοποιός, -όν (Α)
1. αυτός που κάνει έναν τόπο κατοικήσιμο
2. το αρσ. ως ουσ.οἰκοποιός
οικοδόμος, κτίστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -ποιος].

Greek Monotonic

οἰκοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που απαρτίζει ένα σπίτι, αυτός που καθιστά ένα μέρος κατοικήσιμο, οἰκοποιὸς τροφή, οι ανέσεις ενός σπιτιού, τα χρήσιμα προς κατοίκηση, σε Σοφ.

Middle Liddell

οἰκο-ποιός, όν ποιέω
constituting a house, οἰκ. τροφή the comforts of a house, Soph.