προθετικός: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - " opp\. ([a-zA-Z' ]+)," to " opp. $1,")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prothetikos
|Transliteration C=prothetikos
|Beta Code=proqetiko/s
|Beta Code=proqetiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> (πρόθεσις ''ΙΙ'') [[setting before itself]], <b class="b3">ἡ ἀρετὴ π. [τοῦ τέλους</b>] <span class="bibl">Arist.<span class="title">MM</span>1190a19</span>; opp. [[ποιητικός]], [[connected with planning]], opp. [[execution]], prob.l. ib.<span class="bibl">21</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of or for [[prefixing]], π. μόριον [[preposition]], D.H.<span class="title">Amm.</span>2.2; [[prepositional]], [[σύνδεσμοι]] Stoic. ap. <span class="bibl">A.D. <span class="title">Synt.</span>305.24</span>; [[σύνταεις]] A.d.l.c.<span class="bibl">22</span>.</span>
|Definition=προθετική, προθετικόν,<br><span class="bld">A</span> (πρόθεσις ''ΙΙ'') [[setting before itself]], <b class="b3">ἡ ἀρετὴ π. [τοῦ τέλους]</b> Arist.''MM''1190a19; opp. [[ποιητικός]], [[connected with planning]], opp. [[execution]], prob.l. ib.21.<br><span class="bld">II</span> of or for [[prefixing]], π. μόριον [[preposition]], D.H.''Amm.''2.2; [[prepositional]], [[σύνδεσμοι]] Stoic. ap. A.D. ''Synt.''305.24; [[σύνταεις]] A.d.l.c.22.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προθετικός Medium diacritics: προθετικός Low diacritics: προθετικός Capitals: ΠΡΟΘΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prothetikós Transliteration B: prothetikos Transliteration C: prothetikos Beta Code: proqetiko/s

English (LSJ)

προθετική, προθετικόν,
A (πρόθεσις ΙΙ) setting before itself, ἡ ἀρετὴ π. [τοῦ τέλους] Arist.MM1190a19; opp. ποιητικός, connected with planning, opp. execution, prob.l. ib.21.
II of or for prefixing, π. μόριον preposition, D.H.Amm.2.2; prepositional, σύνδεσμοι Stoic. ap. A.D. Synt.305.24; σύνταεις A.d.l.c.22.

German (Pape)

[Seite 723] ή, όν, zum Vorsetzen gehörig, Sp.; μόριον, die Präposition, D. Hal.

Russian (Dvoretsky)

προθετικός: устанавливающий, полагающий: π. τοῦ τέλους Arst. целеустремленный.

Greek (Liddell-Scott)

προθετικός: -ή, -όν, (πρόθεσις ΙΙ) ἔχων πρὸ ὀφθαλμῶν, προορώμενος, τοῦ τέλους Ἀριστ. Μεγάλα Ἠθ. 1. 18, 6. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πρόταξιν, πρ. μόριον, πρόθεσις, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖ. 2. 2· ὁ μετὰ προθέσεως, σύνταξις Ἀπολλ. π. Ἀντωνυμ. 326, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προθετικός, -ή, -όν, ΝΑ πρόθεσις / προθετός]
ο σχετικός με την πρόθεση, ως μέρος του λόγου, ή αυτός που χρησιμεύει ως πρόθεση
νεοελλ.
1. αυτός που έχει θέση πρόθεσης
2. ιατρ. α) ο σχετικός με μια πρόθεση, δηλ. με αντικατάσταση οργάνου ή μέλους από μηχάνημα που αναπαράγει τη μορφή του ή και τη λειτουργία του («προθετικά μέλη» — τεχνητά υποκατάστατα ενός μέλους ή τμήματος του σώματος)
β) το θηλ. ως ουσ. η προθετική
κλάδος της χειρουργικής που ασχολείται με τις προθέσεις («οδοντική προθετική»)
αρχ.
1. αυτός που τίθεται μπροστά
2. αυτός που έχει κάτι μπροστά στα μάτια του
3. ο σχετικός με την πρόθεση, δηλ. με τον προκείμενο σκοπό
4. φρ. «προθετικὸν μόριον» — η πρόθεση.