ὀφιόπους: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ofiopous | |Transliteration C=ofiopous | ||
|Beta Code=o)fio/pous | |Beta Code=o)fio/pous | ||
|Definition=ποδος, ὁ, ἡ, | |Definition=ποδος, ὁ, ἡ, [[with serpents for legs]], Luc.''Philops.''22, Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0426.png Seite 426]] ποδος, schlangenfüßig, Luc. Philops. 22. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0426.png Seite 426]] ποδος, schlangenfüßig, Luc. Philops. 22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ὀφιόποδος<br />[[aux pieds en forme de serpent]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄφις]], [[πούς]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀφιόπους:''' 2, gen. ποδος змееногий ([[γυνή]] Luc.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀφιόπους''': -ποδος, ἐπὶ γυναικομόρφου φάσματος ἢ τῆς Ἑκάτης, ἡ ἔχουσα ἀντὶ ποδῶν ὄφεις, Λουκ. Φιλοψ. 22. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ὀφιόπους]] [[γυνή]], ἕρπουσα». | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀφιόπους]], -οδος, ὁ, ἡ (Α)<br />(για γυναικόμορφο [[φάντασμα]]) αυτός που έχει οφιοειδή πόδια ή που [[αντί]] για πόδια έχει φίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄφις]], -<i>ιος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πους]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀφιόπους:''' -ποδος, αυτός που έχει φίδια στη [[θέση]] των ποδιών, λέγεται για την Εκάτη, σε Λουκ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὀφιό-πους,<br />with serpents for legs, Luc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:58, 25 August 2023
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ, with serpents for legs, Luc.Philops.22, Suid.
German (Pape)
[Seite 426] ποδος, schlangenfüßig, Luc. Philops. 22.
French (Bailly abrégé)
ὀφιόποδος
aux pieds en forme de serpent.
Étymologie: ὄφις, πούς.
Russian (Dvoretsky)
ὀφιόπους: 2, gen. ποδος змееногий (γυνή Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀφιόπους: -ποδος, ἐπὶ γυναικομόρφου φάσματος ἢ τῆς Ἑκάτης, ἡ ἔχουσα ἀντὶ ποδῶν ὄφεις, Λουκ. Φιλοψ. 22. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὀφιόπους γυνή, ἕρπουσα».
Greek Monolingual
ὀφιόπους, -οδος, ὁ, ἡ (Α)
(για γυναικόμορφο φάντασμα) αυτός που έχει οφιοειδή πόδια ή που αντί για πόδια έχει φίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + πους].
Greek Monotonic
ὀφιόπους: -ποδος, αυτός που έχει φίδια στη θέση των ποδιών, λέγεται για την Εκάτη, σε Λουκ.
Middle Liddell
ὀφιό-πους,
with serpents for legs, Luc.